Στη διάταξη του άρθρου 229 ΠΚ τυποποιούνται ως αδικήματα η ψευδής καταμήνυση ή αναφορά στην πρώτη παράγραφο και η δημιουργία υποψίας σε βάρος άλλου με υποβολή, αλλοίωση ή απόκρυψη αποδεικτικού υλικού στη δεύτερη παράγραφο. Πρόκειται για εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης και άρα πρέπει η αξιόποινη πράξη η πειθαρχική παράβαση που καταμηνύεται να είναι πρόσφορη να προκαλέσει την έγερση της ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης άλλου προσώπου. Αρκεί η υποβολή της μήνυσης ή η ανακοίνωση στην αρχή, από την οποία δημιουργείται ο κίνδυνος παραπλάνησης της δικαιοσύνης και δεν απαιτείται να αποδειχτεί η επέλευση βλάβης στη δικαιοδοτική λειτουργία.
Σύμφωνα με τη διάταξη «1. Όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος εν γνώσει και ψευδώς καθιστά άλλον ύποπτο στην αρχή υποβάλλοντας, αλλοιώνοντας ή αποκρύπτοντας κάποιο αποδεικτικό μέσο για αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση. 3. Το δικαστήριο με αίτηση του παθόντος μπορεί να του επιτρέψει αν δημοσιεύσει την απόφαση με έξοδα του καταδικασθέντος. Το δικαίωμα αυτό παύει να υπάρχει αν η δημοσίευση δε γίνει μέσα σε έξι μήνες από την καταχώρηση της τελεσίδικης απόφασης σε ειδικό βιβλίο.»
Η ψευδής καταμήνυση ή αναφορά (άρθρο 229 παρ. 1 ΠΚ).
Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης, απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα άτομα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικά κολάσιμη και ψευδής καθώς και ο υπαίτιος πρέπει να γνώριζε την αναλήθεια της (ΑΠ 640/2019). Δράστης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε εκτός από τον καταμηνυόμενο. Δράστης μπορεί να είναι και ο κατηγορούμενος, ο οποίο απολογούμενος ενώπιον του ανακριτή για τέλεση εγκλήματος, εν γνώσει του καταμηνύει ψευδώς άλλο πρόσωπο. Δεν είναι αναγκαίο ο δράστης να ενοχοποιεί κάποιον ευθέως για τέλεση αξιόποινης πράξης, αλλά αρκεί να τον ενοχοποιεί και έμμεσα, όπως όταν εξεταζόμενος από την αρχή εκφράζει υπόνοιες ότι συγκεκριμένο πρόσωπο τέλεσε την αξιόποινη πράξη, γνωρίζοντας ότι αυτές οι υπόνοιες είναι ψευδείς.
Για την πληρότητα της καταδικαστικής για ψευδή καταμήνυση απόφασης, απαιτείται από πλευράς αντικειμενικής υπόστασης να εξειδικεύεται η καταμηνυθείσα πράξη. Η τελευταία πρέπει να είναι αντικειμενικά ψευδής είτε καθ’ ολοκληρία είτε εν μέρει και να μην πρόκειται για απλή υπερβολή. Η αρχή, προς την οποία γίνεται η μήνυση ή ανακοίνωση, δεν είναι αναγκαίο να είναι και η αρμόδια για τη δίωξη του καταμηνυόμενου, καθότι κάθε αρχή (και μη δικαστική) έχει υποχρέωση να διαβιβάσει την καταμήνυση στην αρμόδια αρχή.
Υποκειμενικά απαιτείται η τέλεσης της πράξης να έλαβε χώρα εν γνώσει του ψευδούς περιεχομένου της καταμήνυσης και συνεπώς δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος ως προς το στοιχείο αυτό. Αν η σύνταξη και η υπογραφή της μηνυτήριας αναφοράς οφείλεται σε αμέλεια, δεν συντρέχει ο απαιτούμενος δόλος, δεν στοιχειοθετείται υποκειμενικά το έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης και ο εισαγγελέας δικαιούται να απορρίψει τη σχετική έγκληση για ψευδή καταμήνυση ως νομικά αβάσιμη.
Η δημιουργία υποψίας σε βάρος άλλου με υποβολή, αλλοίωση ή απόκρυψη αποδεικτικού μέσου (άρθρο 229 παρ. 2 ΠΚ).
Αυτή η μορφή της ψευδούς καταμήνυσης έχει το ειδικότερο περιεχόμενο ότι ο δράστης καθιστά στην αρχή κάποιο άλλο πρόσωπο ύποπτο τέλεσης αξιόποινης πράξης ή πειθαρχικής παράβασης, υποβάλλοντας ή αλλοιώνοντας ή αποκρύπτοντας αποδεικτικό μέσο. Και εν προκειμένω απαιτείται ο δράστης να γνωρίζει ότι το άλλο πρόσωπο δεν τέλεσε την πράξη που του αποδίδει, χωρίς να απαιτείται να έχει επιπλέον σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του για την πράξη αυτή.
Η ιδιαιτερότητα της μορφής του εγκλήματος για την ψευδή καταμήνυση έγκειται στο μέσο που χρησιμοποιεί ο δράστης. Με τον όρο της «υποβολής» αποδεικτικού μέσου νοείται η κατασκευή από την αρχή ενός αποδεικτικού μέσου το οποίο πρωτύτερα δεν υφίστατο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η τοποθέτηση πειστηρίων σε εκείνον που επιδιώκεται η ενοχοποίηση, η νόθευση εμπορευμάτων, η απόκρυψη κλοπιμαίων σε ξένη οικία κλπ.
Ολοκληρωμένο έγκλημα υφίσταται τη στιγμή που η αρχή λάβει γνώση του αποδεικτικού μέσου που δημιουργήθηκε ή αλλοιώθηκε από το δράστη και αυτό επειδή μόνο τότε εμφανίζεται το πρώτον η δυνατότητα ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης του προσώπου που εμφανίζεται ως ύποπτο. Μόνη η αλλοίωση ή η υποβολή αποδεικτικού μέσου θεωρείται απόπειρα. Ειδικότερα, στην περίπτωση που ο δράστης αποκρύπτει αποδεικτικό μέσο, το έγκλημα έχει ολοκληρωθεί τη στιγμή που κατόπιν της αποκρύψεως, απευθύνεται στις αρχή και της γνωστοποιεί τις υποψίες του σε βάρος του προσώπου το οποίο και ευνοούταν από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και τώρα η έλλειψη αυτού το ενοχοποιεί. Μόνη η απόκρυψη ενός αποδεικτικού μέσου, χωρίς να έχει ενημερωθεί η αρχή από τον δράστη για τις υποψίες σε βάρος του προσώπου, συνιστά απόπειρα του εγκλήματος.
Δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης (άρθρο 229 παρ. 3 ΠΚ) – Ψευδής Καταμήνυση
Εκτός από τις κυρίες ποινές της φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών και αθροιστικά χρηματικής ποινής, ο νόμος προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής από το δικαστήριο της παρεπόμενης ποινής τη δημοσίευση της καταδικαστικής για τη ψευδή καταμήνυση απόφασης, με έξοδα του καταδικασθέντος. Το δικαστήριο δεν αποφασίζει αυτεπαγγέλτως αλλά απαιτείται αίτηση του παθόντος. Το ως άνω δικαίωμα παύει να υφίσταται, αν δε γίνει η δημοσίευση εντός προθεσμίας έξι μηνών από την καταγραφή της τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης σε ειδικό βιβλίο.
Βιβλιογραφία
Λάμπρος Μαργαρίτης, Ο ΝΕΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ-Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν 4620/2019, Τόμος Πρώτος (Άρθρα 1-234), ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 2020, σελ. 1488-1496.