Στο άρθρο 243 ΚΠΔ προβλέπεται η προκαταρκτική εξέταση
«1.Η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 240 και 241 και με αυτή επιδιώκεται η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να αποφασισθεί αν πρέπει να κινηθεί η ποινική δίωξη. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού κατά την προκαταρκτική εξέταση μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 178 αποδεικτικά μέσα και να διενεργηθούν όλες οι ανακριτικές πράξεις των άρθρων 253, 256, 257, 260-269 καθώς και όσες προβλέπονται σε ειδικούς νόμους.
2. Η προκαταρκτική εξέταση είναι συνοπτική και το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την κατά το άρθρο 37 πληροφόρηση της αρμόδιας αρχής μέχρι την κίνηση ή όχι της ποινικής δίωξης δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι μήνες. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο χρόνος αυτός μπορεί να παραταθεί έως τρεις το πολύ μήνες ή, εφόσον η φύση της υπόθεσης ή της πράξης που πρέπει να διενεργηθεί το επιβάλλει, για εύλογο χρονικό διάστημα, με ειδικά αιτιολογημένη πράξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών κατά περίπτωση». 2. Στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος (άρθρα 245 παρ. 2, 250 παρ. 2) αυτεπάγγελτη προανάκριση ενεργεί και ο ανακριτής. Την ως άνω προανάκριση κατά των ανηλίκων μπορεί να την ενεργεί ο ειδικός ανακριτής ανηλίκων».
Άρα, η προκαταρκτική εξέταση ανήκει στο στάδιο της προδικασίας στην ποινική διαδικασία, ήτοι στο στάδιο μετά από την υποβολή έγκλησης ή μήνυσης και πριν την άσκηση ποινικής δίωξης. Σε αυτό το χρονικό σημείο ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, κυρίως, παραγγέλνει προκαταρκτική εξέταση, η οποία διενεργείται από γενικούς και ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους. Στο άρθρο 31 ΚΠΔ του νόμου 4620/2019 ορίζεται ότι « 1.Η αυτεπάγγελτη προανάκριση και η προκαταρκτική εξέταση διενεργούνται ύστερα από παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και υπό τη διεύθυνσή του: α) από τους πταισματοδίκες και ειρηνοδίκες, β) από τους αρμόδιους βαθμοφόρους της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος, που ορίζονται στους αντίστοιχους οργανισμούς ως γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι, και γ) από δημοσίους υπαλλήλους, όπου αυτό προβλέπεται σε ειδικούς νόμους, που ορίζονται ως ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι. Για τα κακουργήματα και τα πλημμελήματα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου είναι μάλιστα υποχρεωτική διαδικασία. Εξαίρεση σε αυτό αποτελούν οι περιπτώσεις που έχει διενεργηθεί αστυνομική προανάκριση ή ένορκη διοικητική εξέταση, όπως και στις περιπτώσεις που ο ύποπτος φαίνεται να έχει τελέσει και νέα αδικήματα ή σχεδιάζει την φυγή του. Η παράλειψη προκαταρκτικής εξέτασης, σε όσες περιπτώσεις είναι υποχρεωτική, επισύρει την δικονομική ποινή της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας ( άρθρο 171 ΚΠΔ).
Σημειωτέον ότι σε αυτό το στάδιο δεν έχει κινηθεί η ποινική δίωξη και δεν υπάρχει κατηγορούμενος, παρά μόνο ύποπτος. Ωστόσο, και ο ύποπτος τυγχάνει σχεδόν όλων των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου σύμφωνα με το άρθρο 244 ΚΠΔ. Όλως ενδεικτικώς, ο ύποπτος κλητεύεται υποχρεωτικά τουλάχιστον πέντε ημέρες πριν, γνωστοποιούνται τα δικαιώματα του, εξετάζεται ανωμοτί, εξετάζεται παρουσία συνηγόρου, λαμβάνει αντίγραφα δικογραφίας, πληροφορείται για τυχόν διενεργούμενη πραγματογνωμοσύνη, διορίζει τεχνικό σύμβουλο και προτείνει αποδεικτικά μέσα. Η παραβίαση κάποιου δικαιώματος επάγεται απόλυτη ακυρότητα του 171 ΚΠΔ που προτείνεται μέχρι το αμετάκλητο της παραπομπής. Σε περίπτωση νόμιμης κλήτευσης και μη εμφάνισης του υπόπτου , η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται χωρίς να εξεταστεί.
Στα ανωτέρω δικαιώματα του υπόπτου συμπεριλαμβάνεται, όπως προαναφέρθηκε, η εξέταση του υπόπτου μέσω κλήτευσης του για παροχή εξηγήσεων. Η κλήτευση είναι υποχρεωτική στις περιπτώσεις που είναι απαραίτητη η προκαταρκτική εξέταση εκτός και εάν η εμπλοκή του προέκυψε το πρώτον στο μεταγενέστερο στάδιο της τακτικής ανάκρισης και τότε ο ανακριτής επεξέτεινε τη δίωξη και σε αυτόν(κατ’ άρθρο 250 ΚΠΔ). Επίσης, αν ασκηθεί δίωξη για πράξη διαφορετική από την αφορώσα που διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση απαιτείται εκ νέου κλήτευση του υπόπτου. Οι εξηγήσεις αυτές μπορούν είτε να δοθούν προφορικά με παρουσία δικηγόρου είτε να δοθούν γραπτώς μετά από τη λήψη προθεσμίας για την παροχή τους. Δεν είναι υποχρεωτική η αυτοπρόσωπη παρουσία εκτός αν κριθεί διαφορετικά από τον διενεργούντα την προκαταρκτική εξέταση. Η επαρκής και νομικά τεκμηριωμένη παροχή εξηγήσεων του υπόπτου για την τέλεση ποινικού αδικήματος μπορεί να εξασφαλίσει την αρχειοθέτηση της υπόθεσης, εφόσον δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής. Εξάλλου, η δυνατότητα αυτή δίδεται ακριβώς για να προστατευτεί η προσωπικότητα του καταγγελλόμενου από άστοχες και αβάσιμες διώξεις χωρίς να απαιτείται ο χρόνος που μεσολαβεί από την ποινική δίωξη έως την έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος, αφού η καταγγελία σταματάει σε ένα πολύ πρώιμο δικονομικό στάδιο.
Συμπερασματικά, οι έγγραφες εξηγήσεις είναι ο τρόπος να ακουστεί ο ύποπτος και να αποκρούσει τα αδίκως καταγγελλόμενα εις βάρος του πριν εμπλακεί στα γρανάζια του δικαστικού μηχανισμού. Αποτελεί ένα αντιστάθμισμα στην αθρόα και ίσως εκφοβιστική τακτική ανεδαφικών καταγγελιών και βοηθάει τα αρμόδια όργανα να συλλέξουν το αναγκαίο υλικό, ώστε να κρίνουν ποιες υποθέσεις πρέπει να αρχειοθετήσουν και σε ποιες να ασκήσουν ποινική δίωξη.
Βιβλιογραφία
Κωνσταντίνος Φράγκος, ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ-Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν 4620/2019 και Ν 4637/2019, Β΄ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2020.