Η αναίρεση αποτελεί ένα έκτακτο ένδικο μέσο κατά των αποφάσεων που εκδίδουν τα δικαστήρια οποιασδήποτε δικαιοδοσίας (ποινικά, πολιτικά ,διοικητικά). Καλείται έκτακτο μέσο, διότι οι λόγοι αναίρεσης απαριθμούνται περιοριστικά στον νόμο και πάντα αφορούν νομικές πλημμέλειες της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης.
Αναιρετικό δικαστήριο είναι ο Άρειος Πάγος. Αναίρεση μπορεί να ασκηθεί μόνο κατά ανέκκλητων αποφάσεων και η προθεσμία είναι είκοσι (20)ημέρες για τον κατηγορούμενο και τους εισαγγελείς από την καθαρογραφή και ενός μήνα για τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τόσο για τις αθωωτικές όσο και για όσες κατέγνωσαν ποινή. Οι λόγοι αναίρεσης αναλύονται κάτωθι και είναι περιοριστικά απαριθμούμενοι στον νόμο (άρθρο 510 ΚΠΔ):
- Η απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία επί ακροατηρίω. Τέτοια περίπτωση συντρέχει ενδεικτικά, όταν παραβιάζονται τα θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου, η αμερόληπτη σύνθεση του δικαστηρίου, καθώς και σε περίπτωση λανθασμένης κίνησης της ποινικής δίωξης.
- Η σχετική ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο που δεν έχει καλυφθεί βάσει του 172 ΚΠΔ, καθώς και η έλλειψη ακροάσεως. Προβλέπεται σε όσες διατάξεις αναφέρεται ως δικονομική κύρωση η ποινή της ακυρότητας, εκτός και αν ταυτόχρονα εμπίπτουν σε κάποια κατηγορία απόλυτης, οπότε και δε θεραπεύεται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η έλλειψη ακροάσεως που ταυτόχρονα παραβιάζει και το δικαίωμα υπερασπίσεως, ήτοι τη δυνατότητα ακρόασης που κατοχυρώνεται και συνταγματικά.
- Η παραβίαση των διατάξεων που σχετίζονται με τη δημοσιότητα της διαδικασίας. Άλλωστε, σύμφωνα με το άρθρο 329 “Η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της απόφασης, γίνονται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια, και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις. Απαγορεύεται όμως η παρουσία στο ακροατήριο προσώπων που κατά την ελεύθερη κρίση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση δεν συμπλήρωσαν το 17ο έτος της ηλικίας τους. Αν πρόκειται για δίκες που είναι πιθανό να προσελκύσουν μεγαλύτερο αριθμό ακροατών από το συνηθισμένο, οι οποίοι μπορεί εξαιτίας της ανεπάρκειας του χώρου στον οποίο διεξάγεται η δίκη να εμποδίσουν την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας, ο πρόεδρος του δικαστηρίου σε συνεννόηση με τον εισαγγελέα ορίζουν τον αριθμό των ακροατών, οπότε επιτρέπεται χωρίς διάκριση η είσοδος στον καθένα, ωσότου συμπληρωθεί αυτός ο αριθμός”.
- Η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Πράγματι, η επαρκής αιτιολογία είναι κρείσσονος σημασίας για τον έλεγχο των δικαστικών αποφάσεων και τη διαφάνεια. Ουσιαστικά, αντικατοπτρίζει τη συλλογιστική πορεία και τη νομική ακολουθία των επιχειρημάτων σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά που οδηγούν στην εκάστοτε απόφαση.
- Η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης. Αυτός ο λόγος αφορά περιπτώσεις που το δικαστήριο δεν εφήρμοσε τον νόμο, γιατί θεώρησε ότι απαιτείται κάποια περαιτέρω προϋπόθεση ή εφήρμοσε τον νόμο χωρίς τις αναγκαίες προϋποθέσεις. Σε καμία περίπτωση δεν ελέγχεται η κρίση επί πραγματικών περιστατικών.
- Η παραβίαση του δεδικασμένου ή της εκκρεμοδικίας. Το δεδικασμένο έχει τη θετική και την αρνητική λειτουργία. Η θετική λειτουργία αφορά την εφαρμογή του σε κάθε περαιτέρω κρίση του ίδιου ζητήματος και η αρνητική λειτουργία είναι τροχοπέδη στην επαναξιολόγηση του ίδιου ζητήματος. Δεδικασμένο ανακύπτει μεταξύ ίδιων διαδίκων με ταυτότητα νομικής και ιστορικής αιτίας. Η εκκρεμοδικία εμποδίζει να αναλάβει άλλο δικαστήριο την υπόθεση και ιδρύει αποκλειστική δικαιοδοσία του συγκεκριμένου δικαστηρίου μέχρι την έκδοση απόφασης.
- Η υλική αναρμοδιότητα του δικάσαντος δικαστηρίου. Πράγματι, η πρόβλεψη του νομοθέτη να εισάγονται με δικονομικούς κανόνες στα αρμόδια δεν μπορεί να καταστρατηγείται. Άλλο βαθμό δικονομικής ωριμότητας απαιτούν οι βαρύτερες περιπτώσεις εγκλημάτων και εξ αυτού υπάρχει πρόβλεψη ρητή στον κώδικα για την υλική αρμοδιότητα κάθε δικαστηρίου και ηλικιακή-αριθμητική διαφοροποίηση μεταξύ των δικαστών και των ενόρκων που απαρτίζουν το κάθε δικαιοδοτικό όργανο. Επίσης, πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, όπως οι δικηγόροι μπορούν να εκδικαστούν μόνο από το Τριμελές Εφετείο.
- Η παράνομη απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης ή ανυποστήριχτης.
- Η υπέρβαση εξουσίας που εκδηλώνεται θετικά, όταν το δικαστήριο προβαίνει σε ενέργειες που ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του(π.χ. καταδίκη χωρίς την απαιτούμενη έγκληση, απόφαση από αναρμόδιο δικαστήριο) και η αρνητική έκφανση της, όταν το δικαστήριο παραλείπει να αποφανθεί για ζήτημα που οφείλει να επιλύσει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αναίρεση μπορεί να ασκηθεί και κατά αθωωτικών αποφάσεων. Εκτός από τον εισαγγελέα που δικαιολογεί το έννομο συμφέρον του εκ της θέσης του ως θεματοφύλακας της δικαιοσύνης, δικαίωμα έχει σε ορισμένες περιπτώσεις και ο κατηγορούμενος εκτός από τις καταδικαστικές αποφάσεις και για τις αθωωτικές, εφόσον αθωώθηκε λόγω έμπρακτης μετάνοιας. Αυτή η δυνατότητα δίδεται, καθώς η έμπρακτη μετάνοια δεν αίρει το άδικο της πράξης, αλλά είναι λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου. Αν η αναίρεση γίνει δεκτή, το δικαστήριο ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση και αναπέμπει για επαναδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο με διαφορετική σύνθεση.
Βιβλιογραφία
Κωνσταντίνος Φράγκος, ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ-Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν 4620/2019 και Ν 4637/2019, Β΄ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2020.