fbpx

Στο ενδέκατο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα, περιγράφονται τα εγκλήματα σχετικά με την απονομή δικαιοσύνης. Σύμφωνα με το άρθρο 224 ΠΚ « 1. Όποιος, ενώ εξετάζεται ως διάδικος ή μάρτυρας σε δικαστήριο ή ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, εν γνώσει του καταθέτει ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών έως τρία έτη και χρηματική ποινή. 2. Όποιος εμφανίζεται ως μάρτυρας ενώπιον του δικαστηρίου ή άλλης αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση και αρνείται να δώσει τη μαρτυρία του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. 3. Αν ο υπαίτιος τέλεσε τις πράξεις των προηγούμενων παραγράφων για να αποφύγει ποινική ευθύνη είτε δική του είτε κάποιου από τους οικείους του, χωρίς να ενοχοποιήσεις ψευδώς άλλον, το δικαστήριο μπορεί να τον απαλλάξει από κάθε ποινή.»

 Στο άρθρο 224 του νέου ΠΚ ενώθηκαν οι διατάξεις του προϊσχύσαντος νόμου για την ψευδορκία και την ψευδή ανώμοτη κατάθεση. Προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, με την αποφυγή δημιουργίας ψευδών και απατηλών αποδεικτικών μέσων. Κύριο χαρακτηριστικό του εγκλήματος είναι το ψευδές του περιεχομένου των δηλώσεων που γίνονται ενώπιον των αρμοδίων αρχών και που αποτελούν αποδεικτικά μέσα. Είναι αδιάφορο αν η κατάθεση γίνεται με ή χωρίς όρκο, αφού γίνεται γενικώς δεκτό ότι ό όρκος δεν επηρεάζει την «ετοιμότητα» ψευδών καταθέσεων. Ειδικά για τη ψευδή κατάθεση μάρτυρα –πρώην ψευδορκία μάρτυρα- επισημαίνεται ότι ο σκοπός του αδικήματος είναι η τιμώρηση των παραβατών του καθήκοντος αληθείας, το οποίο καθιερώνεται ρητά για τους διαδίκους της πολιτικής δίκης στο άρθρο 116 ΚπολΔ.

Τόσο η ψευδής κατάθεση διαδίκου όσο και η ψευδής κατάθεση μάρτυρα, συνιστούν εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης και απαιτείται να εξετάζεται η προσφορότητα της πράξης να προκαλέσει τη διακινδύνευση συγκεκριμένης διαδικασίας.

Η ψευδής κατάθεση διαδίκου (άρθρο 224 παρ. 1 περ. α΄ ΠΚ).

Το πολιτικό δικαστήριο μπορεί να εξετάσει τους διαδίκους για την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων που αναφέρονται στο αποδεικτέο ζήτημα και η κατάθεσή τους, ένορκη ή χωρίς όρκο, εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο. Από ποινικής πλευράς, εφόσον ο διάδικος ενώ εξεταζόταν από το δικαστήριο κατά τα ανωτέρω και σύμφωνα με ειδικότερες ρυθμίσεις του Κώδικα Πολιτικής δικονομίας, κατέθεσε ψευδή στοιχεία για την κρινόμενη υπόθεση ή αρνήθηκε ή απέκρυψε την αλήθεια, τελεί το έγκλημα της ψευδούς κατάθεσης διαδίκου.

Για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος, απαιτείται ο διάδικος που εξετάζεται είτε ενόρκως είτε χωρίς όρκο σε δικαστήριο ή ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, εν γνώσει του να καταθέτει ψευδή στοιχεία για την υπόθεση αυτή ή να αρνείται ή να αποκρύπτει την αλήθεια σχετικά με αυτήν. Είναι αδιάφορο αν από την ψευδή κατάθεση έχει επέλθει βλάβη ή προήλθε ωφέλεια (ΑΠ 1941/2002).

Υποκειμενικά, απαιτείται ο δράστης να γνωρίζει ότι εξετάζεται με την ιδιότητα του διαδίκου στο πλαίσιο συγκεκριμένης πολιτικής ή ποινικής διαδικασίας και πρέπει να γνωρίζει ότι τα στοιχεία που καταθέτει σχετικά με την κρινόμενη υπόθεση είναι ψευδή ή να γνωρίζει την αλήθεια και να την αποκρύπτει ή να την αρνείται σκόπιμα. Αν ο διάδικος εξετάζεται ενόρκως απαιτείται να γνωρίζει ότι το περιεχόμενο του όρκου είναι ψευδές. Συνεπώς, αποκλείεται ο ενδεχόμενος δόλος όπως και η τέλεση της πράξης από αμέλεια. Αν ο διάδικος πιστεύει ότι όσα καταθέτει είναι αληθινά ή αμφιβάλλει ως προς την αλήθεια τους, αποκλείεται η συνδρομή του άμεσου δόλου (εν γνώσει) που απαιτεί η διάταξη και ο δράστης μένει ατιμώρητος.

Δικηγόρος Ποινικολόγος Γιάννης Μπαρκαγιάννης

Η ψευδής κατάθεση μάρτυρα (άρθρο 224 παρ. 1 περ. β΄ ΠΚ).

Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς κατάθεσης μάρτυρα απαιτείται κατά το νέο ΠΚ α) ένορκη ή χωρίς όρκο κατάθεση του μάρτυρα σε δικαστήριο ή ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, β) τα στοιχεία που κατέθεσε σχετικά με την υπόθεση αυτή να είναι ψευδή ή να αρνήθηκε ή να απέκρυψε τα αληθινά στοιχεία που γνώριζε για την κρινόμενη υπόθεση και γ) να έχει άμεσο δόλο, που συνίσταται στη γνώση του ότι όσα κατέθεσε είναι ψευδή  ή ότι γνωρίζει τα αληθή αλλά σκόπιμα τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει (ΑΠ 126/2020, ΑΠ 1154/2017, ΑΠ 1363/2015). Δράστης του ως άνω περιγραφόμενου αδικήματος είναι ο μάρτυρας που δίνει ένορκη η χωρίς όρκο κατάθεση αλλά και ο «ψευδομηνυτής», ακόμη και αν δηλώνει παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας, όταν βεβαιώνει ως αληθινό το εν γνώσει του ψευδές περιεχόμενο της μήνυσης ή έγκλησής του ενώπιον του αρμοδίου οργάνου.

Αντικειμενικά, η εγκληματική συμπεριφορά συνίσταται στην εν γνώσει κατάθεση ψευδών στοιχείων σχετικά με την κρινόμενη υπόθεση ή στην απόκρυψη ή άρνηση των αληθινών, από μάρτυρα, ενώπιον δικαστηρίου ή αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση.

Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος, αλλά απαιτείται γνώση του δόλου ότι τα κατατεθέντα είναι ψευδή.

Το περιεχόμενο του όρου «αρμόδια» αρχή.

Αναφορικά προς την αρμοδιότητα της αρχής, η οποία αποτελεί συστατικό όρο της αντικειμενικής υπόστασης, ως τοιαύτη νοείται  η δικαστική ή διοικητική αρχή, ενώπιον της οποίας, σύμφωνα με διάταξη νόμου, μπορεί να γίνει ένορκη ή χωρίς όρκο κατάθεση, η οποία μπορεί στη συνέχεια να ληφθεί υπόψη ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο από αρχή που είναι και αυτή αρμόδια προς διάγνωση κάποιας διαφοράς. Απαιτείται δηλαδή διπλή αρμοδιότητα της αρχής. Εννοείται ότι αν άλλη αρχή είναι εκείνη που θα πάρει την ένορκη ή τη χωρίς όρκο εξέταση και άλλη εκείνη στην οποία πρόκειται να προσκομιστεί και να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο, απαιτείται να είναι αρμόδιες και οι δύο αρχές. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της  καταδικαστικής απόφασης, απαιτείται  να αναφέρονται στο αιτιολογικό της τα στοιχεία στα οποία θεμελιώνεται η αρμοδιότητα της αρχής.

Ο συμβολαιογράφος κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 εδ. ε΄ Ν 2830/2000 (Κώδικας Συμβολαιογράφων) και ο ειρηνοδίκης αποτελούν αρμόδια προς ένορκη εξέταση αρχή, εφόσον προβλέπεται ρητά στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί η ένορκη βεβαίωση που συντάσσεται ενώπιόν τους ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, όπως συμβαίνει μεταξύ άλλων και στις δίκες που διεξάγονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Αρμόδια αρχή είναι και ο πταισματοδίκης όταν εξετάζει μάρτυρες κατά την προκαταρτική εξέταση (ΑΠ 1815/2016), εκείνος που διενεργεί ένορκη διοικητική εξέταση (ΑΠ 221/1970), ο εισαγγελέας εφόσον διενεργεί προανάκριση για τη βεβαίωση διάπραξης εγκλήματος, ο αστυνομικός ή άλλος αρμόδιος  προανακριτικός υπάλληλος στο πλαίσιο προανάκρισης (ΑΠ 1851/2009).

Ποιά πρόσωπα αποκλείεται να τελούν ψευδή κατάθεση μάρτυρα;

Περιπτωσιολογικά, αξίζει να αναφερθεί ότι δε δύναται να καταστεί δράστης ψευδούς κατάθεσης μάρτυρα ο δημοσιογράφος όταν αρνείται να αποκαλύψει την πηγή των πληροφοριών του καθώς ούτε και ο διευθυντής της εφημερίδας όταν αρνείται να δώσει τα στοιχεία συντάκτη συγκεκριμένου δημοσιεύματος. Αυτό διότι τα εν λόγω πρόσωπα έχουν δικαίωμα σιωπής για τέτοιου είδους ζητήματα, τα οποία θεμελιώνονται ευθέως στο άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος και στο δημοσιογραφικό απόρρητο. Επιπλέον, γίνεται παγίως δεκτό ότι, ούτε ο κατηγορούμενος δύναται να θεωρηθεί δράστης του άρθρου 224 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ, καθώς κατά την κρατούσα άποψη ο κατηγορούμενος ο οποίος όχι μόνο σιωπά ή αρνείται την αλήθεια αλλά επιπλέον αναφέρει ψευδή γεγονότα κατά την απολογία του για να αποκρούσει την ποινική του ευθύνη δεν τελεί ψευδή κατάθεση, χωρίς όμως να αποκλείεται η ποινική του ευθύνη για τυχόν άλλες αξιόποινες πράξεις που τελεί κατά την ψευδολογία του, όπως όταν η έκθεση ψευδών περιστατικών προκαλεί βλάβη σε άλλους είτε με τον χαρακτηρισμό τους ως δραστών είτε με την προσβολή της τιμής τους (ΑΠ 1466/2017).

Η άρνηση της μαρτυρίας  (άρθρο 224 παρ. 2 ΠΚ).

Αυτό το έγκλημα προβλεπόταν στο άρθρο 225 παρ. 2 περ. β΄ προϊσχύσαντος ΠΚ και μεταφέρθηκε στο άρθρο 224 νέου ΠΚ με κάποιες αλλαγές. Η άρνηση της μαρτυρίας συνίσταται στην άρνηση του μάρτυρα να καταθέσει, μολονότι έχει καθήκον κατάθεσης οπότε και το δικαστήριο ή αρμόδια προς εξέταση αρχή στερείται το αποδεικτικό υλικό που θα συνέλεγε για να καταρτίσει το υπόμνημά της. Για να θεμελιωθεί η αξιόποινη πράξη της άρνησης μαρτυρίας  απαιτείται εκείνος, ο οποίος κλήθηκε ως μάρτυρας ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρχής και εμφανίστηκε ενώπιόν της, να αρνηθεί δολίως να δώσει τη μαρτυρία του, εφόσον δε συντρέχει νόμιμη περίπτωση άρνησής του. Υποκειμενικά, απαιτείται δόλος που να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού ενώ αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος. Αποκλείεται η τέλεση της πράξης από αμέλεια.

Δυνητική απαλλαγή από την ποινή (άρθρο 224 παρ. 3 ΠΚ). Ψευδής Κατάθεση

Πρόκειται για λόγο δυνητικής απαλλαγής από την ποινή. Για να εφαρμοσθεί η διάταξη που προβλέπει τη δυνητική απαλλαγή από την ποινή, αντικειμενική αρνητική προϋπόθεση είναι «η μη ψευδής ενοχοποίηση άλλου» προκειμένου να αποφύγει ο διάδικος ή ο μάρτυρας την ποινική του ευθύνη ή οικείου του προσώπου. Αν ο δράστης ενοχοποίησε ψευδώς άλλον, εν γνώσει του ψεύδους, για να αποσβήσει τη δική του ή οικείου του ποινική ευθύνη, τότε τελεί το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης (άρθρο 229 ΠΚ) το οποίο συρρέει αληθινά με το αδίκημα της ψευδούς κατάθεσης και αποκλείεται η δυνατότητα του δικαστηρίου να το απαλλάξει από την ποινή για ψευδή κατάθεση.

Ο δικηγόρος Ποινικολόγος Γιάννης Μπαρκαγιάννης & Συνεργάτες είναι άμεσα δίπλα σας. Αναλαμβάνουμε υποθέσεις για ψευδή κατάθεση με συνέπεια και υπευθυνότητα.

Βιβλιογραφία

Λάμπρος Μαργαρίτης, Ο ΝΕΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ-Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν 4620/2019, Τόμος Πρώτος (Άρθρα 1-234), ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 2020, σελ. 1464-1482.

    Σχετικά Άρθρα

    Καλέστε μας