fbpx

Παράνομη Οπλοφορία – Οπλοκατοχή – Οπλοχρησία

Ο Ν. 2168/1993 είναι το βασικό νομοθέτημα το οποίο αφορά στη μεταχείριση όπλων και άλλων συναφών αντικειμένων από πολίτες, ενώ παράλληλα τυποποιεί σε εγκλήματα τις επιμέρους παράνομες συμπεριφορές, όπως την οπλοκατοχή, την οπλοφορία, την οπλοχρησία και την παράνομη διακίνηση όπλων.

Με το ν. 4698/2020 έχουν εισαχθεί τα παραρτήματα ως άρθρο 28Α στον ν. 2168/1993. Ταυτόχρονα ο Ν.2168/93 συμπληρώνεται από κάποιες υπουργικές αποφάσεις, όπως η ΥΑ 3009/1994 η οποία αναφέρεται στις αρμόδιες Αρχές που χορηγούν άδεια συναναστροφής με τα όπλα.

Η εκάστοτε πολιτεία μπορεί να αντιληφθεί τόσο την αναγκαιότητα ύπαρξης όπλων στους κόλπους της με σκοπό την αστυνόμευσή της, όσο και ότι μπορεί να θεμελιωθεί το δικαίωμα οπλοφορίας σε κάποιους για συγκεκριμένους λόγους. Η ύπαρξη και η χρήση τους είναι δύο έννοιες αντιφατικές γιατί από τη μια συμβιβάζονται σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα αλλά από την άλλη είναι απολύτως επικίνδυνα μέσα σε μια πολιτεία, γιατί η ίδια τους η φύση εγκυμονεί κινδύνους για τα έννομα αγαθά των πολιτών αλλά και για το ίδιο το πολίτευμα. Είναι λογικό λοιπόν η εκάστοτε πολιτεία να θέσει την ύπαρξη και κυκλοφορία των όπλων σε συγκεκριμένους κανόνες.

Το προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η δημόσια τάξη, με δεδομένη την εγγενή επικινδυνότητα των όπλων τόσο για τα ατομικά αγαθά (π.χ. ζωή, προσωπική ελευθερία) όσο και για το πολίτευμα. Υποστηρίζεται ότι οποιεσδήποτε πράξεις έχουν να κάνουν με όπλα είναι συμπεριφορές αφηρημένα επικίνδυνες, άρα με τα σχετικά νομοθετήματα προστατεύεται η δημόσια τάξη (κατάσταση ευταξίας ενός οργανωμένου κράτους). Η δημόσια τάξη είναι μια κατάσταση που εγγυάται ότι τόσο οι επιδιώξεις της πολιτείας θα συνεχίσουν να υφίστανται όσο και ότι το άτομο θα μπορεί να ασκεί τα ατομικά του αγαθά. Τόσο το κράτος όσο και οι πολίτες μπορούν να βασίζονται στο ότι οι στόχοι τους θα μπορούν να ενυλώνονται χωρίς τη διατάραξή τους. Αυτή είναι η μία άποψη. Άλλοι, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να προστατεύεται το έννομο αγαθό το οποίο απειλείται κάθε φορά (π.χ. με την οπλοχρησία απειλείται η ζωή και η υγεία κάποιων). Ωστόσο προκρίνεται ως προστατευτέο το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης για να μπορέσουμε να καλύψουμε και τα υπόλοιπα έννομα αγαθά τα οποία μπορούν να προσβληθούν, ενώ σε ορισμένες διατάξεις του νόμου θα δούμε ότι η δημόσια τάξη δε θα είναι το μόνο έννομο αγαθό που προστατεύεται αλλά θα συμπροστατεύονται και άλλα έννομα αγαθά (π.χ. στο άρθρο 3 του νόμου περί όπλων εκτός από τη δημόσια τάξη προστατεύεται και η παγκόσμια ειρήνη γιατί λόγω της εξαγωγής των όπλων τίθεται σε διακινδύνευση).

Στο άρθρο 1 του Ν.2168/1993 δίδεται ο εννοιολογικός προσδιορισμός του υλικού αντικειμένου. Έτσι, όπλο είναι ένα μηχάνημα το οποίο με ωστική δύναμη μπορεί να εκτοξεύει κάποια άλλα αντικείμενα τα οποία έχουν τη δυνατότητα κάκωσης ή βλάβης της υγείας προσώπων ή πραγμάτων. Επίσης όπλο είναι και κάθε συσκευή που είναι πρόσφορη να αποτελέσει τα ανωτέρω αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται συσταλτική ερμηνεία του νόμου και να εξετάζεται κάθε φορά το κατά πόσο ένα υλικό αντικείμενο είναι αντικειμενικά προορισμένο να χρησιμοποιηθεί για επίθεση ή άμυνα, αρχικά ή επιγενόμενα. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 1, καταγράφεται τι δεν εμπίπτει στο ν.2168/93 και κατ’ επέκταση τι δε συνιστά όπλο.

Η παράνομη οπλοκατοχή

Η έννοια της κατοχής ως συμπεριφοράς που ενδιαφέρει το νόμο περί όπλων ρυθμίζεται κατά βάση στο άρθρο 7 του Ν.2168/1993, αλλά θα πρέπει να συναναγιγνώσκεται με τα άρθρα 8 (κατοχή όπλων για θήρα), 9 (κατοχή όπλων σε πλοία ή αεροσκάφη), 10 παρ. 2 (κατοχή όπλων από αστυνομικούς κλπ), και 13 παρ. 1 και ενδεχομένως 13 παρ. 2 (κατοχή όπλων μέσα στις φυλακές). Ο νομοθέτης τυποποιεί την κατοχή και σε άλλες ειδικότερες διατάξεις γιατί σε κάθε μια περίπτωση κατοχής, οι συνθήκες είναι διαφορετικές.

Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 η οπλοκατοχή απαγορεύεται. Το πότε επιτρέπεται κατόπιν άδειας το ορίζει η παράγραφος 2, η οποία συνιστά και την εξαίρεση στην απόλυτη απαγόρευση της παραγράφου 1, ενώ στην παράγραφο 3 ορίζεται για ποια υλικά αντικείμενα του αναφερόμενου νόμου δεν απαιτείται η έκδοση άδειας. Κατοχή είναι η φυσική εξουσίαση επί ενός υλικού αντικειμένου, που έχει διάρκεια και επιτρέπει την απρόσκοπτη πρόσβαση στο όπλο και την ανά πάσα στιγμή ελεύθερη διάθεσή του, ενώ συνάμα απαιτείται βούληση εξουσίασης επί του όπλου -αρκεί και η in abstracto-. Ο δράστης θα πρέπει να έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στο όπλο. Αν πρέπει «να υπερπηδήσει» φυσικά εμπόδια για να ανακτήσει τον έλεγχο ενός όπλου, η έννοια της κατοχής τίθεται υπό αμφισβήτηση.

Η ποινική κύρωση της παράνομης οπλοκατοχής αναφέρεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 7, ενώ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 παρ. 8 εδ δ προβλέπεται διαδικασία επίδειξης έμπρακτης μετάνοιας.

 Η παράνομη οπλοφορία

Το άρθρο 10 του Ν.2168/93 αναφέρεται στην παράνομη οπλοφορία. Πρόκειται για μια ειδική σχέση κατοχής επί ενός υλικού αντικειμένου του εν λόγω νόμου. Πιο συγκεκριμένα, οπλοφορία συντρέχει όταν ένα πρόσωπο έχει όπλο στην πρώτη σφαίρα φυσικής εξουσίασης ή όταν το φέρει σε τόσο κοντινή σε αυτό απόσταση έτσι ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή δυνατή η ανάληψή του και η χρήση  του. Πρόκειται για ιδιόχειρο έγκλημα και διαρκές.

Στο άρθρο 10 παρ. 3 τυποποιούνται οι γενικοί όροι που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να εκδώσει κάποιος άδεια για να φέρει ένα όπλο. Ο νόμος ορίζει ότι πρέπει να έχουν συμπληρωθεί τα δεκαοκτώ (18) έτη της ηλικίας και να πληρούνται τόσο οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3 όσο και οι ειδικές που μπορεί να υπάρχουν στην Υπουργική Απόφαση 696/94. Σημειωτέον ότι πρέπει να εκτεθεί σοβαρός λόγος ατομικής ασφάλειας για να εκδοθεί μια άδεια οπλοφορίας. Λόγο σε αυτό έχει και ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών. Η άδεια μπορεί να εκδοθεί, ακόμα κι αν τοποθετηθεί αρνητικά σε αυτό ο αρμόδιος Εισαγγελέας, από την αρμόδια Δημόσια Αρχή (αν και δεν συμβαίνει συχνά στην πράξη). Επιπλέον, κατά το δεύτερο εδάφιο, η σχετική άδεια χορηγείται για την ασφάλεια τρίτων προσώπων και για την προστασία ιδιαίτερων συμφερόντων ή για την ασφάλεια χρηματαποστολών και καταστημάτων. Αξιοσημείωτο είναι το ότι η άδεια κατοχής χορηγείται στο όνομα εκείνων που εκπροσωπούν το κατάστημα ενώ η άδεια οπλοφορίας per se, εκδίδεται στο όνομα αυτών που θα φέρουν τα όπλα (εκείνων που έχουν αναλάβει την ασφάλεια- security-). Συνάμα, στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, αναγράφονται τα όπλα των οποίων επιτρέπεται η οπλοφορία. Συνήθως, πρόκειται για περίστροφα ή όπλα με μέτρια επικινδυνότητα.

Η ροή των διατάξεων οπλοφορίας είναι η εξής: Άρθρο 10 και άρθρο 9§§1,2,3,4,6.

Τέλος, στο άρθρο 10§13 εδ β του εκτιθέμενου ειδικού ποινικού νόμου, αναφέρονται οι πιο ήπιες περιπτώσεις οπλοφορίας ενώ στο εδάφιο α οι πιο βαριές, όπου για κάθε μια αλλάζει το κυρωτικό πλαίσιο.

 Η παράνομη οπλοχρησία

Η παράνομη χρήση εμφανίζεται με δύο μορφές: άρθρο 12-‘’απλή’’ παράνομη χρήση- και άρθρο 14 -‘’Οπλοχρησία’’-. Ο νομοθέτης τιμωρεί την παράνομη χρήση κάθε άλλου υλικού αντικειμένου (όχι μόνο τα όπλα). Η απλή παράνομη του άρθρου 12 αφορά σε πυροβόλα όπλα. Το γεγονός ότι δεν περιλαμβάνονται άλλα όπλα βαλλιστικά αλλά και μη πυροβόλα, δε μας δημιουργεί εντύπωση καθώς αυτά τα αντικείμενα είναι λιγότερο επικίνδυνα. Ο νομοθέτης τιμωρεί βαρύτερα την οπλοχρησία του άρθρου 14 γιατί για αυτή, όπως θα αποτυπωθεί παρακάτω, αρκεί η χρήση οποιουδήποτε αντικειμένου αναφέρεται στο νόμο ως όπλο και όχι μόνο των πυροβόλων όπλων. Θα πρέπει ακόμη να έχουμε κατά νου και το άρθρο 17§1 που αφορά ειδικότερα αντικείμενα.

Στο άρθρο 12 τυποποιείται ο κύριος κυρωτικός κανόνας για την απλή παράνομη χρήση. Στο εδάφιο α, ο νομοθέτης τυποποιεί την άσκοπη χρήση πυροβόλων. Άρα ειδικότερο υλικό αντικείμενο εδώ είναι μόνο τα πυροβόλα όπλα (κατηγορία βαλλιστικού όπλου). Εξαιρούνται αυτομάτως τα βαλλιστικά λοιπόν αλλά τα μη πυροβόλα πχ ένα τόξο ή μια βαλλίστρα γιατί θεωρείται ότι αυτά δεν έχουν τόση επικινδυνότητα. Μια αντίστοιχη ειδική αναφορά γίνεται στο άρθρο 10§11 εδ γ που αφορά τα αεροβόλα, τα ψαροντούφεκα κλπ. Άσκοπη είναι η χρήση, όταν οι κίνδυνοι που δημιουργούνται από αυτή είναι δυσανάλογα μεγάλοι προς τους σκοπούς που εξυπηρετούνται. Κάνουμε μια στάθμιση λοιπόν μεταξύ σκοπού και επικινδυνότητας που προκύπτει για τη δημόσια τάξη. De facto ανάλογη περίπτωση είναι όταν η χρήση εξυπηρετεί σκοπό για τον οποίο θα μπορούσε να υπάρξει έκδοση άδειας, ακόμα και αν δεν υφίσταται η άδεια αυτή, επομένως δεν είναι άσκοπη. Όμως το ότι η χρήση εδώ δεν είναι άσκοπη δε σημαίνει ότι δε μπορεί να πληροί τις αντικειμενικές υποστάσεις άλλων αδικημάτων.

Μια όμοια περίπτωση είναι όταν το υλικό αντικείμενο χρησιμοποιείται σε λόγο άρσης του αδίκου. Έτσι, παρά το ότι εγώ ενδέχεται ο δράστης να μην έχει άδεια κατοχής για αυτό, το ότι το χρησιμοποίησε στα πλαίσια νόμιμης άμυνας, καθιστά τη συμπεριφορά του σκόπιμη και δεν εμπίπτει στο άρθρο 12.

Η περίπτωση του άρθρου 14 διαφοροποιείται από την απλή χρήση, όπως είπαμε, μέσω του τρόπου πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης. Ο νομοθέτης αναφέρεται σε χρήση. Χρήση πχ ενός βαλλιστικού όπλου θα γίνεται όταν σημειωθεί πλήρης λειτουργική ενεργοποίηση του μηχανισμού του που είναι προορισμένος να βλάψει το στόχο του με πλήξη. Πχ όταν έχουμε πιστόλι (βαλλιστικό, πυροβόλο) παράνομη χρήση είναι η πίεση της σκανδάλης του και η εκτόξευση του βλήματος. Μας είναι αδιάφορο το αν επλήγη ή όχι ο στόχος, αρκεί να έγινε η πράξη. Άρα παράνομη χρήση θα έχουμε όταν χρησιμοποιούμε τον κύριο μηχανισμό του υλικού αντικειμένου ο οποίος είναι προορισμένος να προκαλέσει βλάβη σε τρίτο πρόσωπο.

Η οπλοχρησία είναι έγκλημα βλάβης σε αντίθεση με τα υπόλοιπα που είναι εγκλήματα διακινδύνευσης, ως επί το πλείστον. Η βλάβη σχετίζεται με το γεγονός ότι η χρήση του όπλου έχει προκαλέσει διαπιστώσιμη τρώση της δημόσιας τάξης. Υπάρχει όμως και μια αντίθετη άποψη η οποία υποστηρίζει ότι η οπλοχρησία μπορεί να αποτελεί, ανάλογα με το κύριο έγκλημα, τόσο έγκλημα βλάβης (πχ όταν το αποτέλεσμα του πυροβολισμού είναι η εξ αμελείας ανθρωποκτονία) όσο και έγκλημα διακινδύνευσης (πχ αν γίνεται ληστεία με τη χρήση όπλου χωρίς όμως να τραυματίζεται κανείς). Σημαντικό είναι να προσθέσουμε ότι δε μας ενδιαφέρει το αν η κατοχή είναι νόμιμη ή παράνομη προκειμένου να υλοποιηθεί το άρθρο 14. Επίσης χρειάζεται να διαπράττεται κακούργημα ή πλημμέλημα με δόλο ή αμέλεια. Ο όρος ‘’διαπράξει’’ μας παραπέμπει στο ότι πρέπει να έχει γίνει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης δηλαδή πχ τουλάχιστον απόπειρα ανθρωποκτονίας, για την κατάφαση οπλοχρησίας. Επίσης θα πρέπει να μην υφίσταται λόγος άρσης αδίκου ή καταλογισμού (πχ αν το χρησιμοποιήσω το όπλο για να σώσω τη ζωή μου, έχω άμυνα του 22 ΠΚ) γιατί τότε δεν επιτρέπεται καν η εξέταση της ύπαρξης οπλοχρησίας. Περαιτέρω, είναι αναγκαία η ύπαρξη καταδίκης για την πράξη που διαπράττω με τη χρήση του όπλου.

Η νομολογία θεωρεί ότι πρόκειται για εξωτερικό όρο του αξιοποίνου, ενώ μια άλλη άποψη ότι πρόκειται για προϋπόθεση της ποινικής δίκης. Αν υπάρχει λόγος άρσης του τιμωρητού δεν πληρούται το άρθρο 14. Τέλος, με το άρθρο 14 τιμωρεί ο νομοθέτης συμπληρωματικά με το κύριο αδίκημα, τη χρήση όπλου για την τέλεσή του. Έτσι βλέπουμε ότι η οπλοχρησία έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα. Αν το κύριο έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση και αυτή δεν υποβληθεί, δε μπορούμε να μιλήσουμε για τιμώρηση του δράστη για την οπλοχρησία, καθώς η τελευταία προϋποθέτει τιμώρησή του για την κύρια πράξη. Για αυτό έχει σημασία η καταδίκη του δράστη. Επιπλέον, απαιτείται η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της χρήσης του όπλου και του αποτελέσματος που προκαλείται. Πχ ο δράστης πυροδοτεί ένα κυνηγετικό όπλο για να σκοτώσει. Μεταξύ πυροδότησης και θανάτου υπάρχει σχέση αιτίου-αιτιατού. Αν οδηγεί, βγάλει ένα περίστροφο, αρχίσει να πυροβολεί στον αέρα και επειδή δεν προσέχει, χτυπήσει κάποιον με το αυτοκίνητο, θα τιμωρηθεί για άσκοπη χρήση όπλου (άρθρο 12) και για ανθρωποκτονία γιατί δεν υπάρχει σχέση αιτίου αιτιατού με το θάνατό της ώστε να τιμωρηθεί για οπλοχρησία.

Το Δικηγορικό Γραφείο Μπαρκαγιάννη Ιωάννη & Συνεργατών αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας υποθέσεις οπλοκατοχής, οπλοφορίας και οπλοχρησίας με ακεραιότητα και ευσυνειδησία.

    Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο

    Σχετικά Άρθρα

    Καλέστε μας