fbpx

Ρατσιστική Βία

Ρατσιστική Βία. Στο άρθρο 82Α του νέου ΠΚ, ορίζεται ότι «Εάν έχει τελεστεί έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται ως εξής:

α) Στην περίπτωση πλημμελήματος, που τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος, το ελάχιστο όριο της ποινής αυξάνεται κατά έξι μήνες. Στις λοιπές περιπτώσεις πλημμελημάτων, το ελάχιστο όριο αυτής αυξάνεται κατά ένα έτος.

β) Στην περίπτωση κακουργήματος το ελάχιστο όριο ποινής αυξάνεται κατά δύο έτη.»

Ρατσιστική Βία – Άρθρο 82Α του νέου ΠΚ

Το παρόν άρθρο αποτελεί συνέχεια του τέως άρθρου 81Α του προϊσχύσαντος ΠΚ, όπως αυτό είχε εισαχθεί στην ελληνική νομοθεσία με το άρθρο 10 παρ. 2 του Ν. 4285/2014 που επικύρωσε την Οδηγία 2011/93/ΕΕ για την «καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας κλπ», και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 του Ν.4356/2015. Η μόνη αλλαγή που έλαβε χώρα με την εν λόγω τροποποίηση είναι η απλοποίηση του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνονται τα νέα πλαίσια ποινής. Είναι αξιοσημείωτο ότι ήδη η ΕΣΔΑ στο άρθρο 14 απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής σε εθνική μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως, ενώ το ΕΔΔΑ το εφαρμόζει κατά κόρον προς έλεγχο τυχόν παραβιάσεών στις ποινικές υποθέσεις. Από τα ως άνω μπορούμε να συναγάγουμε ότι οι δημοκρατικές κοινωνίες επιδεικνύουν σημαντική ευαισθησία αναφορικά με τη μεταχείριση ατόμων με ιδιαιτερότητες τέτοιου τύπου.

Η ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 82Α ΠΚ προβλέπει ουσιαστικά ένα γενικό και αφορώντα το σύνολο των εγκλημάτων, λόγο επαύξησης της ποινής με ένα αυστηρότερο πλαίσιο, όταν το Δικαστήριο αποφανθεί ότι η αξιόποινη πράξη διεπράχθη από το δράστη για το λόγο ότι ο παθών είχε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου. Ενόψει λοιπόν του αυξημένου αυτού πλαισίου ποινής που προβλέπεται τόσο για τα πλημμελήματα όσο και τα κακουργήματα, έχει δημιουργηθεί το ζήτημα εάν το έγκλημα, τελούμενο με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, συνιστά διακεκριμένο έγκλημα ή αν η επιβολή της επαυξημένης ποινής αποτελεί μια επιβαρυντική περίσταση. Το παρόν έχει απασχολήσει τόσο τη θεωρία όσο και τη νομολογία -αν και σε περιορισμένο βαθμό- και έχει ιδιαίτερη πρακτική σημασία ως θα επεξηγηθεί κατωτέρω.

Η διακεκριμένη παραλλαγή του βασικού άρθρου 82Α ΠΚ

Στο χώρο της θεωρίας, έχει υποστηριχθεί ότι το έγκλημα του άρθρου 82Α ΠΚ είναι μια διακεκριμένη παραλλαγή του βασικού. Και τούτο, με το σκεπτικό ότι ουσιαστικά προβλέπεται ένα επαυξημένο πλαίσιο ποινής για το δράστη του εκάστοτε εγκλήματος, όταν από τις περιστάσεις συνάγεται ότι η επιλογή του προσώπου του παθόντος από εκείνον πραγματοποιήθηκε εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του. Η διαβαθμισμένη αυτή ποινή βασίζεται κατά κανόνα στο επαυξημένο άδικο που εμφανίζουν αυτές οι συμπεριφορές, λόγω της ταυτόχρονης προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, πέραν του εννόμου αγαθού που θίγεται με την τέλεση του εγκλήματος. Είναι δε άξιο μνείας, ότι συγκριτικά με το τέως ισχύον άρθρο 81Α ΠΚ, που συνέδεε την ποινικοποίηση των συμπεριφορών που εξετάζονται, με το υποκειμενικό στοιχείο του μίσους, υπό το ισχύον καθεστώς, αυτό έχει αποδεσμευτεί, και αρκεί απλά η επιλογή του θύματος από το δράστη προς τη διάπραξη σε βάρος του μιας έκνομης πράξης, ακριβώς επειδή συγκεντρώνονται στο πρόσωπό του τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά. Πέραν τούτου, έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι το ρατσιστικό έγκλημα συνιστά αυτοτελή μορφή αξιόποινης πράξης.

Η βασική αντίθετη θέση της θεωρίας έγκειται στην αντιμετώπιση της διάταξης για το ρατσιστικό έγκλημα ως επιβαρυντικής περίστασης. Και τούτο διότι η επιλογή του νομοθέτη να εντάξει τη συγκεκριμένη διάταξη στο 5ο Κεφάλαιο του ΠΚ, μαζί με τις διατάξεις για την επιμέτρηση της ποινής, μας οδηγεί σε πρώτο επίπεδο, με ασφάλεια στο συμπέρασμα πως το άρθρο 82Α ΠΚ εισάγει μια επιβαρυντική περίσταση, η οποία λαμβάνεται υπόψη κατά το στάδιο επιμέτρησης της ποινής για το δράστη, διαμορφώνοντας τελικώς το πλαίσιο ποινής «προς τα πάνω». Η εν λόγω άποψη ενισχύεται και από την Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του Ν.4356/2015, όπου στο άρθρο 21 αναφέρεται ρητά στην «επιβαρυντική περίσταση της τέλεσης εγκλήματος με ρατσιστικά χαρακτηριστικά». Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται και η ελληνική νομολογία, όπως θα δούμε κατωτέρω επί την εξέταση συγκεκριμένων αποφάσεων.

Η ως άνω διάκριση θέσεων έχει πρακτική σημασία στην τελική αντιμετώπιση της διάταξης του άρθρου 82Α ΠΚ. Αν δηλαδή λάβουμε υπόψη ότι πρόκειται για διακεκριμένη περίπτωση εγκλήματος, βασική συνέπεια είναι ότι η ποινική δίωξη σε βάρος του δράστη απαιτείται να κινηθεί εξ αρχής για το αδίκημα του εν λόγω άρθρου, αφού σε μεταγενέστερο στάδιο, το πρώτον καταδίκη για αυτό, θα έχει ως αποτέλεσμα ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας. Εν αντιθέσει, αν ληφθεί υπόψη ως επιβαρυντική περίσταση τότε δε χρειάζεται να γίνει αναφορά της διάταξης σε πρωθύστερο στάδιο, αλλά θα εξετασθεί από το δικαστή η συνδρομή της κατά το στάδιο της επιμέτρησης της ποινής. Επίσης, αν αξιολογηθεί η εξεταζόμενη διάταξη ως διακεκριμένη περίπτωση εγκλήματος, θα θεμελιώνει μια βασική συνέπεια στο χώρο της συμμετοχής.

Εφόσον δεχθούμε ότι ο όρος «επιλογή» του δράστη συμπληρώνει την αντικειμενική υπόσταση του εκάστοτε εγκλήματος με ένα επιπλέον άδικο αποτελέσματος κι ένα επιπρόσθετο άδικο συμπεριφοράς, αλλά κι ένα πλέον στοιχείο στην υποκειμενική υπόσταση, τότε θα ενεργοποιείται η εφαρμογή του άρθρου 49 παρ. 2 ΠΚ. Η δικαιολογητική βάση τούτου έγκειται στο ότι η επιβαρυντική περίσταση της «επιλογής» είναι παράγοντας που επιτείνει το αξιόποινο, οπότε θα λαμβάνεται υπόψη μόνο για το συμμέτοχο εκείνο στο πρόσωπο του οποίου αναγνωρίζεται. Σημειωτέον ότι η διάταξη του άρθρου 49 βρίσκει εφαρμογής τόσο για το συμμέτοχο εν στενή εννοία όσο και για το συναυτουργό.

Ειδικότερα, η διάκριση μεταξύ διακεκριμένου εγκλήματος και επιβαρυντικής περίστασης λαμβάνει χώρα, σύμφωνα με την άποψη που κρατεί στη θεωρία, δυνάμει τριών κριτηρίων. Πρώτον, τα διακεκριμένα εγκλήματα επηρεάζουν το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής. Δεύτερον, τα διακεκριμένα εγκλήματα συνίστανται από την ειδική υπόσταση του βασικού εγκλήματος συν κάποια περαιτέρω στοιχεία, τα οποία επιτείνουν την ενοχή και το άδικο του δράστη.

Τέλος, ο δικαστής δεσμεύεται από αυτές, αφού είναι ειδικότερες του βασικού εγκλήματος, και άρα αποφαίνεται επ’ αυτών. Από την άλλη πλευρά, οι επιβαρυντικές περιστάσεις δεν αποτελούν ειδικότερα στοιχεία της αντικειμενικής ή της υποκειμενικής υπόστασης ενός αδικήματος, ούτε δεσμεύουν εξ αρχής το δικαστή, παρά μόνο τον απασχολούν κατά το στάδιο επιμέτρησης της ποινής. Κατά τα ως άνω δεδομένα λοιπόν, η θεωρία προκρίνει ως ορθότερο, να χαρακτηρίζεται το έγκλημα του άρθρου 82Α ΠΚ ως διακεκριμένο. Ενισχυτικό τούτου, αποτελεί το γεγονός ότι ο ίδιος ο νομοθέτης επέλεξε να το «αποκόψει» από το άρθρο 79 ΠΚ που ρυθμίζει την επιμέτρηση της ποινής, υπό την έννοια ότι το ρατσιστικό έγκλημα δεν περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις εκείνες που αυξάνουν το βαθμό ενοχής και το άδικο της πράξης του δράστη, αλλά τυποποιείται σε αυτοτελές άρθρο, υποδηλώνοντας την ιδιαίτερα βαρύνουσα απαξία του.

Παρότι η άποψη της θεωρίας κατατείνει στο ότι το ρατσιστικό έγκλημα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ορθότερα ως διακεκριμένο έγκλημα παρά ως επιβαρυντική περίσταση, την αντίθετη κατεύθυνση ακολουθεί η ελληνική νομολογία, στον περιορισμένο αριθμό αποφάσεων που την έχουν απασχολήσει. Στην υπ’ αριθμ. 398/2014 απόφαση του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, αφορώσα σε υπόθεση ανθρωποκτονίας τελούμενης λόγω μίσους, το εν λόγω δικαστήριο αναγνώρισε ότι διαπράχθηκε με ρατσιστικά κίνητρα.

Το σκεπτικό της βασίζεται στην ανεύρεση αντικειμενικών ενδεικτών προκειμένου να αποδειχθεί το μίσος που απαιτούταν από το τότε εφαρμοστέο άρθρο 79 παρ. 3 ΠΚ, για την κατάφαση ρατσιστικού εγκλήματος. Μεταξύ άλλων, πειστικοί ενδείκτες θεωρήθηκαν τα μέσα τέλεσης, ο τόπος, ο χρόνος και ο τρόπος, ενώ συνάμα, συσχετίσθηκε η έννοια του απρόκλητου εγκλήματος με το ρατσιστικό αφού το απρόκλητο μπορεί εκ του ασφαλούς να θεωρηθεί ενδείκτης για την κατάφαση του μίσους.

Επίσης, στην υπ’ αριθμ. 3054/2015 απόφαση του Γ’ Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, αφορώσα σε υπόθεση ληστείας, το εν λόγω Δικαστήριο απεφάνθη ότι η πράξη τελέστηκε με ρατσιστικά κίνητρα, ενώ διέλαβε ιδιαιτέρως για την κρίση του αυτή τον τόπο τέλεσης, το χρόνο και τον τρόπο. Τέλος, το Δ’ Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την υπ’ αριθμ. 5574/2015 απόφασή του, η οποία να σημειωθεί ότι ήταν και η πρώτη που εφήρμοσε το άρθρο 81Α ΠΚ (προϊσχύσαν του άρθρου 82Α ΠΚ), μετά την τροποποίησή του με το Ν.4356/2015, αφορώσα σε υπόθεση επικίνδυνης σωματικής βλάβης που έλαβε χώρα από μέρους των δραστών δια μέσου και λεκτικής επίθεσης προς το θύμα με ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς, κατά τη διάρκειά της.

Συμπερασματικά

Συμπερασματικά, παρά το γεγονός ότι η ελληνική θεωρία έχει σταδιακά υιοθετήσει την άποψη ότι το ρατσιστικό έγκλημα συνιστά μια διακεκριμένη περίπτωση του εκάστοτε τελούμενου βασικού εγκλήματος, εντούτοις, η ελληνική νομολογία, στον περιορισμένο αριθμό αποφάσεων που την έχουν απασχολήσει περί αυτού, δέχεται ότι συνιστά μια επιβαρυντική περίσταση, η οποία αξιολογείται με βάση τις συνθήκες υπό τις οποίες διεπράχθη το αδίκημα, τον τρόπο τέλεσής του, τον τόπο και το χρόνο, κριτήρια που οδηγούν εκ του ασφαλούς στην κατάφαση συνδρομής ρατσιστικών κινήτρων στο πρόσωπο του δράστη.

Σχετικά Άρθρα

Καλέστε μας