fbpx

Δίκαιη δίκη και ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης

Στην §1 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα  Δικαιώματα του Ανθρώπου), το οποίο ενσαρκώνει την ομαλή λειτουργία του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, γίνεται ρητή μνεία στο δικαίωμα του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη, με την ως άνω εγγύηση, εάν και φαντάζει αρχικώς στοιχειώδης και αυτονόητη, να «διαψεύδεται», καθώς ο συνεχής εμπλουτισμός επί σειρά δεκαετιών της νομολογίας του Δικαστηρίου του Στρασβούργου μαρτυρά το αντίθετο. Μάλιστα, δηλωτικό της αξίας της ως άνω διάταξης είναι το γεγονός, όπως άλλωστε έχει νομολογηθεί από το ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) ήδη από τα πρώτα έτη λειτουργίας του, ότι δεν είναι σύμφωνη τόσο με τη ratio, όσο και με το αντικείμενο της εν λόγω διατάξεως, καθώς επίσης και της ίδιας της Σύμβασης, η συσταλτική της ερμηνεία.

Ποια ή έννοια της δίκαιης δίκης

Η έννοια της «δίκαιης δίκης» (fair trial) κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς επίσης και στο άρθρο 14 §1 εδ. β’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ν. 2462/1997), αφορά πρωτίστως το θεσμικό και δικονομικό πλαίσιο της λειτουργίας του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης. Η δίκαιη διεξαγωγή της ποινικής δίκης συνιστά κατάκτηση του νομικού μας πολιτισμού, εκφράζοντας την υποκειμενική εγγύηση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η οποία εξασφαλίζει την ποιότητα της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Σύμφωνα με την ως άνω αρχή, οι δικαστικοί λειτουργοί τελούν ως «τρίτοι» μεταξύ της κρατικής εξουσίας και του πολίτη – κατηγορουμένου, καλούμενοι ως τέτοιοι να αναζητήσουν το δίκαιο και την ουσιαστική αλήθεια, καθώς, εφαρμόζοντας πάντα το νόμο, καλούνται να προβούν στη διεξαγωγή του δικανικού τους συλλογισμού και στην έκδοση εν τέλει μιας ορθής αποφάσεως, η οποία αποτυπώνει την σχηματισθείσα δικανική τους πεποίθηση. Θα πρέπει δηλαδή προκειμένου η δίκη να διεξάγεται «δίκαια» – να είναι “fair” κατά τον δυσμετάφραστο αγγλικό όρο- να εξασφαλιστεί η λεγόμενη ισότητα των όπλων ανάμεσα στον κατηγορούμενο και στον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής, ή ορθότερα, καθότι η υπεροχή της κατηγορούσας αρχής είναι δεδομένη, να πραγματοποιηθεί όσο εφικτό είναι αυτό, ο δίκαιος μετριασμός της, όπως ευστόχως παρατηρεί ο Νικόλαος Ανδρουλάκης.

Συνάμα, από την ίδια αρχή θεωρείται ότι πηγάζει τόσο η υποχρέωση προς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων, όσο και τα δικαιώματα της σιωπής καθώς και της μη-αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου (βλ. ΟλΑΠ 2/1999). Συνεπώς, ως δίκαιη δίκη χαρακτηρίζεται αυτή, η οποία οδηγεί σε αποτελεσματική δικαστική προστασία χωρίς ταυτοχρόνως η κατηγορούσα αρχή και ο δικαστικός λειτουργός να έχουν παραβιάσει τις ως άνω εγγυήσεις, με την πρακτική αξία αυτής να γίνεται εμφανή στον τρόπο διεξαγωγής της δίκης, στη στάση και στο ήθος των δικαστών και ιδίως του διευθύνοντος τη συζήτηση στην ακροαματική διαδικασία, καθότι, πέραν του εκλαμβανόμενου ως δεδομένου αναγκαίου εσωτερικά ανεπηρέαστου των δικαστικών λειτουργών, το οποίο επιτυγχάνεται και μέσω της θέσπισης/θεσμοθέτησης των θεσμών εξασφάλισης της αμεροληψίας των δικαστών, όπως λόγου χάριν του αποκλεισμού, της εξαίρεσης και της αποχής, απαιτείται για την πλήρωση της ως άνω αρχής οι εγγυήσεις της να επιδράσουν και στο «ψυχολογικό» κλίμα που θα διαμορφωθεί και θα επικρατεί στην δικαστική αίθουσα, μέσα στην οποία θα λάβει χώρα η ποινική δίκη, ούσα ως μια κατ’ εξοχήν ζωντανή διαδικασία, της οποίας το αποτέλεσμα θα κρίνει εν τέλει την αθωότητα ή μη του κατηγορουμένου.

Μάλιστα, θα πρέπει να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι η δίκαιη δίκη αποτελεί βασικό δικαίωμα της υπεράσπισης του κατηγορουμένου, με την παραβίαση αυτής να συνεπάγεται και απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατ’ άρθρο 171 §1 περ. δ’ ΚΠΔ, όπως ρητώς ορίζεται, ενώ συγχρόνως ιδρύεται πέραν του αναιρετικού λόγου περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 §1 στοιχείο δ’ ΚΠΔ) και αυτός του άρθρου 510 §1 στοιχείο α’ ΚΠΔ, ο οποίος αφορά σε ακυρότητα που έλαβε χώρα στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία.

Το Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο ως σεισμογράφος της συνταγματικής τάξης, καλείται κατ’ ουσίαν να εξασφαλίσει την αποτελεσματική προστασία μιας σειράς θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται τόσο στο Σύνταγμά μας, όσο και σε νομοθετικά κείμενα υπερεθνικής τυπικής ισχύος κατ’ άρθρο 28 §1 του Συντάγματος, παρέχοντας εξ αυτού στον βαλλόμενο κατηγορούμενο ως έσχατο καταφύγιο το δικαίωμα υποβολής ατομικής προσφυγής κατ’ άρθρο 34 της ΕΣΔΑ, επιδιώκοντας την καταδίκη του οικείου εθνικού κράτους σε αποζημίωση προς αυτόν με σχετική απόφαση του ΕΔΔΑ, με την καταδίκη αυτή να παρέχει τη δικονομική ευχέρεια στον κατηγορούμενο εν συνεχεία να αιτηθεί με την έκτακτη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 525 §1 περ. 6 ΚΠΔ την επανάληψη της διαδικασίας ενώπιον του Αρείου Πάγου σε όφελος του καταδικασμένου, ήτοι την επαναδιεξαγωγή της δίκης.

Συνάμα, με την αναθεώρηση του ΠΚ (2019) στο άρθρο 84 ΠΚ προστέθηκε η §3, σύμφωνα με την οποία: «Ως ελαφρυντική περίπτωση λογίζεται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου», με τη νέα αυτή ρύθμιση να αντικατοπτρίζει το σοβατότατο ζήτημα της βραδύτητας της ταχύτητας της απονομής της ελληνικής δικαιοσύνης, το οποίο αποτελεί καρκίνωμα τόσο από απόψεως παραβιάσεως θεμελιωδών δικαιωμάτων, όσο και για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας. Η ανωτέρω διάταξη θεσπίστηκε σε μια προσπάθεια εναρμόνισης προς την νομολογία του ΕΔΔΑ σε σχέση με τα πρόσφορα μέσα θεραπείας της παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος του κατηγορουμένου να λαμβάνει χώρα η εκδίκαση της υποθέσεώς του εντός εύλογης προθεσμίας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 §1 της ΕΣΔΑ. Σημειωτέον ότι η ως άνω νομοθετική προσθήκη που αφορά στην αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου της ανωτέρω ελαφρυντικής περίστασης και ως εκ τούτου της μείωσης της ποινής κατ’ άρθρο 83 ΠΚ, η οποία επρόκειτο να του επιβληθεί, χωρίς, μάλιστα, να καταργεί συγχρόνως το δικαίωμά του περί υποβολής προσφυγής του ενώπιον του ΕΔΔΑ κατ’ άρθρο 34 της ΕΣΔΑ, επήλθε ύστερα από σωρεία καταδικών της Ελλάδος από το ΕΔΔΑ, με χαρακτηριστική την πιλοτική απόφαση «Μιχελιουδάκης κατά Ελλάδος» της 03.04.2012, ενώ πλέον πρόσφατη είναι η «Παπαργυρίου κατά Ελλάδας» της 21.11.2019.

Ειδικότερα, λαμβάνεται υπόψιν ο συνολικός χρόνος της όλης ποινικής διαδικασίας, με αυτόν να προσμετράται από την ημέρα που το πρόσωπο κατηγορήθηκε ή συνελήφθη ή από όταν έγινε έναρξη προκαταρκτικής εξέτασης, και να τελειώνει με το πέρας του συνόλου των ποινικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης και της δευτεροβάθμιας εφετειακής δίκης και μέχρις της απαλλαγής του ή της καταδίκης του με τον οριστικό καθαρισμό της ποινής του.

Περαιτέρω, ως προς τον καθορισμό περί του εάν η διάρκεια της ποινικής διαδικασίας υπήρξε εύλογη, το ΕΔΔΑ εξετάζει ποικίλους παράγοντες όπως η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η συμπεριφορά του προσφεύγοντος, καθώς και η συμπεριφορά των αρμόδιων διοικητικών και δικαστικών αρχών. Ως προς την πολυπλοκότητα της υποθέσεως σημαίνοντα είναι ο αριθμός των κατηγοριών που έχουν αποδοθεί, ο αριθμός των εμπλεκόμενων, κατηγορουμένων και μαρτύρων, καθώς και η φύση των εγκλημάτων λ.χ. περίπτωση απάτης που έλαβε χώρα μέσω πολλών εταιριών, οι οποίες εδρεύουν σε διαφορετικά κράτη. Ως προς τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος, σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ ο τελευταίος δεν υποχρεούται μεν να συνεργάζεται ενεργά με τις δικαστικές αρχές, αλλά αυτός δεν θα πρέπει να προβαίνει σε πράξεις που μπορεί να θεωρηθούν ως σκοπούμενη παρεμπόδιση της διαδικασίας, όπως η συστηματική προβολή αιτημάτων περί εξαιρέσεως των δικαστικών λειτουργών ή η προβολή παρελκυστικών αιτημάτων αναβολής. Τέλος, ως προς τη συμπεριφορά των αρμόδιων δικαστικών αρχών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6 §1 της ΕΣΔΑ τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεούνται να οργανώσουν τα δικαστικά τους συστήματα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε τα δικαστήριά τους να δύνανται να συμμορφωθούν με τις προϋποθέσεις που αυτή θέτει. Ως εκ τούτου έχει νομολογηθεί από το ΕΔΔΑ ότι η προσωρινή υπερφόρτωση των δικαστηρίων δεν επισύρει την ευθύνη των κρατών (βλ. απόφαση «Milasi και Baggetta κατά Ιταλίας»), εν αντιθέσει με την πάγια υπερφόρτωση, ενώ συγχρόνως εκτιμάται επιπροσθέτως και ποιό είναι το διακύβευμα για τον προσφεύγοντα-κατηγορούμενο, όπως λόγου χάριν η διατήρηση της προσωρινής του κρατήσεως.

Τη λύση στα ως άνω θα μπορούσε να δώσει η ραγδαία επέκταση της διαπραγματευτικής φιλοσοφίας στο ελληνικό νομικό γίγνεσθαι και δη στην ποινική δικαιοδοσία, με την υιοθέτηση των θεσμών αποκαταστατικής άλλως εναλλακτικής δικαιοσύνης, οι οποίοι προωθούν την σε πρώιμο στάδιο διεκπεραίωση της ποινικής ύλης. Ειδικότερα, θα πρέπει να καλλιεργηθεί στο νομικό κόσμο, πρωτίστως με ενέργειες της ευνομούμενης Πολιτείας, η κουλτούρα των εναλλακτικών μορφών απονομής της δικαιοσύνης, προκειμένου ο εκάστοτε συνήγορος υπεράσπισης να εμφυσήσει στον εντολέα του την προοπτική της επιλογής με δική του βούληση θεσμών όπως αυτών της αποχής από την ποινική δίωξη κατά τα άρθρα 48, 49 και 50 ΚΠΔ, είτε μέσω της νεότερης τάσης εναλλακτικής απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, ήτοι με την παρότρυνση προς τον εντολέα-κατηγορούμενο, ο οποίος κρίνεται από τον συνήγορό του ως κατάλληλος υποψήφιος, της ποινικής συνδιαλλαγής κατ’ άρθρα 301 και 302 ΚΠΔ ή της ποινικής διαπραγμάτευσης κατ’ άρθρο 303 ΚΠΔ.

Εν προκειμένω, είναι σκόπιμο να αναφερθεί στο σημείο αυτό, ως προς τον θεσμό της ποινική διαπραγμάτευσης (plea bargaining) ότι ο αμερικανικής προελεύσεως ως άνω θεσμός διαφέρει ουσιωδώς από αυτόν της ποινικής συνδιαλλαγής τόσο ως προς τους σκοπούς, όσο και ως προς τη διαδικασία και τα συμμετέχοντα πρόσωπα, με την ποινική διαπραγμάτευση να συνιστά την πλέον ευχερή διαδικασία η οποία συμβάλλει ουσιωδώς στην ελάφρυνση του φόρτου των ποινικών δικαστηρίων. Και τούτο διότι, η ως άνω συμφωνία ως προϊόν διαπραγμάτευσης του Εισαγγελέα με τον κατηγορούμενο, η οποία επαφίεται στην αποκλειστική πρωτοβουλία του τελευταίου, καθότι ο ίδιος πρέπει να απεκδυθεί του τεκμηρίου αθωότητας, δεδομένου ότι για την επίτευξή της απαιτείται η ομολογία του, αφορά μόνο την διαπραγμάτευση επί της επιβλητέας κύριας ή παρεπόμενης ποινής κι όχι επί των κατηγοριών που τυχόν απήγγειλε ο Εισαγγελέας, καθόσον η διαπραγμάτευση έχει ως αντικείμενο αυτές καθεαυτές τις κατηγορίες που βαρύνουν τον κατηγορούμενο και μόνον. Ως εκ τούτου προσδίδεται στην διαδικασία αμεσότητα και ταχύτητα, καθότι, υπό τον όρο της επίτευξης συμφωνίας, το μόνο που απαιτείται εν συνεχεία είναι η επικύρωση του πρακτικού διαπραγμάτευσης με δικαστική απόφαση, η οποία, μάλιστα, δύναται μόνον να προβεί σε περαιτέρω μείωση της συμφωνηθείσας ποινής, μεταβάλλοντάς την κατ’ ουσίαν μόνο προς όφελος του κατηγορουμένου.

Συμπερασματικά

Εν κατακλείδι, καθίσταται σαφές ότι «δίκαιη δίκη και νομικός πολιτισμός είναι έννοιες αλληλένδετες αλλά και αποκαλυπτικές για το πόσον ανεξάρτητος είναι ο δικαστής, αλλά και πόσο ασφαλής μπορεί να αισθανθεί ο πολίτης», ενώ όπως ευστόχως έχει παρατηρήσει ο Sachs, μέλος του Ανωτάτου Νοτιοαφρικανικού Δικαστηρίου όσο σοβαρότερο είναι το προκείμενο έγκλημα, τόσο πιο επιβεβλημένη γίνεται η εξασφάλιση της δίκαιης δίκης, με αυτήν να συνιστά έρμαιο ενός ράθυμου εθνικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης.

Σχετικά Άρθρα

Καλέστε μας