Ο Νόμος 4139/2013 περί ναρκωτικών ουσιών ορίζει στο άρθρο 29 «1. Όποιος, για δική του αποκλειστικά χρήση, με οποιονδήποτε τρόπο προμηθεύεται ή κατέχει ναρκωτικά, σε ποσότητες που δικαιολογούνται μόνο για την ατομική του χρήση ή κάνει χρήση αυτών ή καλλιεργεί φυτά κάνναβης σε αριθμό ή έκταση που δικαιολογούνται μόνο για την ατομική του χρήση, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι πέντε (5) μηνών. Η διαπίστωση του σκοπού εξυπηρέτησης της δικής του αποκλειστικά χρήσης γίνεται με συνεκτίμηση του είδους, της καθαρότητας και της ποσότητας του συγκεκριμένου ναρκωτικού, σε συνδυασμό με τη συχνότητα χρήσης, το χρόνο χρήσης, την ημερήσια δόση και τις ιδιαίτερες ανάγκες χρήσης του συγκεκριμένου χρήστη. 2. Ο δράστης της πράξης της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να κριθεί ατιμώρητος, εάν το δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις τέλεσης της πράξης και την προσωπικότητα του δράστη, κρίνει ότι η αξιόποινη πράξη ήταν εντελώς περιστασιακή και δεν είναι πιθανόν να επαναληφθεί. 3. Καταδικαστικές αποφάσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν καταχωρίζονται στα αντίγραφα των δελτίων ποινικού μητρώου. 4. Με φυλάκιση μέχρι δύο ετών τιμωρείται όποιος καταρτίζει πλαστή, νοθεύει ή χρησιμοποιεί πλαστή ιατρική συνταγή χορήγησης ναρκωτικών με σκοπό τη χρήση τους από τον ίδιο.».
Η συγκεκριμένη διάταξη αφορά δράστες οι οποίοι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν εξαρτημένοι όμως κατέχουν, προμηθεύονται, καλλιεργούν με σκοπό την εξασφάλιση της χρήσης τους. Παλαιότερα, η κρίση για το εάν συντρέχει περίπτωση αποκλειστικής χρήσης ή μη γινόταν με κριτήρια δοσομετρικά και υπήρχαν όρια γραμμαρίων για εκάστη ουσία. Ως αδίκημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως πρέπει να καλύπτονται υποκειμενικά από τον σκοπό της άμεσης χρήσης και η συμπεριφορά να είναι πρόσφορη για κάτι τέτοιο. Έχει κριθεί νομολογιακά ότι η ανεύρεση ζυγαριάς ή συσκευασιών κεχωρισμένων δύσκολα θα επιτρέψει την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης, καθώς προσιδιάζει περισσότερο στον εγκληματικό τύπο της διακίνησης. Πλέον η εξέταση του ζητήματος ίδιας χρήσης ή μη περιλαμβάνει την προσμέτρηση μιας σειράς παραμέτρων, όπως η ποσότητα, το είδος, η επικινδυνότητα, η καθαρότητα της ουσίας, αλλά και ψυχοδιαγνωστικούς παράγοντες σε συνδυασμό με υποκειμενικά χαρακτηριστικά του δράστη, ήτοι συχνότητα χρήσης, ποσότητα δόσης και τις ιδιαίτερες ανάγκες του. Το έγκλημα είναι σωρευτικώς μεικτό, καθώς τελείται με διαφορετικούς τρόπους που δεν μπορούν να εναλλάσσονται και συρρέουν με σχέση αληθινής πραγματικής συρροής. Αυτό πρακτικά συνεπάγεται ότι για κάθε πράξη συντρέχει ξεχωριστό έγκλημα κα επιβάλλεται ξεχωριστή ποινή, ακόμα και αν αφορά την ίδια ποσότητα.
Στην παράγραφο 3 της παρούσας διάταξης κατοχυρώνεται η μη καταγραφή της καταδικαστικής απόφασης στα αντίγραφα του ποινικού μητρώου, μια σημαντική ρύθμιση που ουσιαστικά χαρίζει μια δεύτερη ευκαιρία για το ποινικό προφιλ των δραστών. Σπουδαία πρόβλεψη εμπεριέχει και η παράγραφος 2 για το δυνητικά ατιμώρητο τέτοιας πράξης, εφόσον χαρακτηριστεί εντελώς συμπωματική. Από τον ισχυρισμό πρέπει να προκύπτουν οι ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης, οι κατ’ εξαίρεσιν περιστάσεις που οδήγησαν στην τέλεση του εγκλήματος, τα χαρακτηριστικά του δράστη και να προκύπτει αυτοτελώς ότι πρόκειται για μεμονωμένη ενέργεια. Δεδομένων τούτων το δικαστήριο δύναται να εκδώσει αθωωτική απόφαση ή προγενέστερα να παύσει η ποινική δίωξη.
Στον αντίποδα εάν ο δράστης θεωρηθεί εξαρτημένος παραμένει υποχρεωτικά ατιμώτηρος (30 ΠΚ παρ.4, στ.α). Για την απόδοση της ιδιότητας του εξαρτημένου το άρθρο 30 ορίζει «Για τη διάγνωση της εξάρτησης ενός προσώπου από ναρκωτικά συνεκτιμώνται ιδίως ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία: πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης, χορήγησης υποκαταστάτων ή ανταγωνιστικών στα οπιοειδή ουσιών, περίθαλψης για παθήσεις συνδεόμενες με τη χρήση ουσιών, ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα που αφορούν τον κατηγορούμενο, ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους. Σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας δύναται να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, προκειμένου να καθοριστεί αν πράγματι υπάρχει εξάρτηση, όπως επίσης και το είδος και η βαρύτητα αυτής. Η αποδοχή ή η απόρριψη του αιτήματος για πραγματογνωμοσύνη πρέπει να αιτιολογείται ειδικά. Η πραγματογνωμοσύνη συνεκτιμάται με τα παραπάνω διαγνωστικά κριτήρια. Πίνακας με τις υπηρεσίες που πληρούν τις προϋποθέσεις για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης διαβιβάζεται ανά έτος στον αρμόδιο εισαγγελέα με ευθύνη των Υπουργείων που τις εποπτεύουν. Οι εργαστηριακές εξετάσεις διενεργούνται από αρμόδια δημόσια εργαστήρια της χώρας, όπως τα πανεπιστημιακά εργαστήρια και τα εργαστήρια των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών και τα εργαστήρια της Ελληνικής Αστυνομίας.».
Συμπερασματικά, δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ «σκληρών» και «μαλακών» ναρκωτικών ουσιών, αλλά αξιολογείται κατά τη διαδικασία επιμέτρησης της ποινής. Σε τέτοιας φυσιολογίας δίκες αναδεικνύεται η αναγκαιότητα της νομικά άρτιας παρουσίασης των υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος και της προσωπικότητος του δράστη, καθώς είναι εφικτή η απαλλαγή από την ποινή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κοτσαλής, Λ. Μαργαρίτης, Μ. Φαρσεδάκης, Ι. 2021. ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Ν. 4139/2013. Αθήνα: ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ. 5η έκδοση