Στο άρθρο 22 ΠΚ ορίζεται ότι «1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας. 2. Άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους. 3.Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που απειλούσε, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις λοιπές περιστάσεις.». Η έννοια της άμυνας, λοιπόν, αποτελεί μια σύνθετη κατάσταση με επιμέρους προϋποθέσεις, οι οποίες όταν συντρέχουν σωρευτικά οδηγούν σε άρση του τελικώς αδίκου της πράξης και συνεπώς στο μη τιμωρητό.
Πρώτο αναγκαίο στοιχείο αποτελεί η συνθήκη της ύπαρξης παρούσας επίθεσης. Η πράξη του επιτιθέμενου πρέπει να προσβάλλει έννομο αγαθό του αμυνόμενου ή τρίτου και πρέπει να είναι και τελικώς άδικη. Δε συγχωρείται άμυνα για παράδειγμα σε καταρχήν άδικες πράξεις που διαπράττονται υπό το καθεστώς άμυνας (22 ΠΚ) ή κατάστασης ανάγκης (25 ΠΚ).Υπάρχει άμυνα σε παράνομες πράξεις ακαταλόγιστου ατόμου, καθώς ο καταλογισμός εξετάζεται σε μετέπειτα επίπεδο από το επίπεδο κατάφασης του αδίκου, ήτοι σε εκείνο της υπαιτιότητας. Ερίζει στη θεωρία το πότε υπάρχει αρχή εκτέλεσης της άδικης πράξης, ώστε να θεωρεί επιτρεπτό το χρονικό σημείο για την εκδήλωση της αμυντικής συμπεριφοράς. Σε κάθε περίπτωση το έγκλημα δεν απαιτείται να είναι τετελεσμένο, αλλά αρκεί και η απόπειρα ως αξιόποινη πράξη που επιδέχεται αμύνης. Πράξη λογίζεται η ανθρώπινη συμπεριφορά εκτός και αν προέρχεται από κάποιο ζώο το οποίο κατευθύνεται από τον ανθρώπινο παράγοντα, οπότε χωρεί άμυνα κατά του προσώπου αυτού.
Ως προσβαλλόμενο αγαθό κατά τη συνθήκη άμυνας μπορεί να είναι οποιοδήποτε έννομο αγαθό με έναν θεμελιώδη περιορισμό – προϋπόθεση: να μην ξεπερνά το αναγκαίο μέτρο, αλλιώς οδηγούμαστε σε υπέρβαση άμυνας (23 ΠΚ) και δεν αίρεται το άδικο. Σε αυτήν την περίπτωση εάν η υπέρβαση έγινε με δόλο τιμωρείται ο δράστης με ποινή ελαττωμένη, ενώ σε αντίθετο ενδεχόμενο εφαρμόζεται το πλαίσιο της αμέλειας. Επίσης, σημαντική παρατήρηση είναι πως στην άμυνα συγχωρείται η προσβολή εννόμου αγαθού αποκλειστικά του επιτιθέμενου. Σε περίπτωση προσβολής εννόμου αγαθού τρίτου ατόμου εξετάζεται το ενδεχόμενο να συντρέχουν οι όροι της κατάστασης ανάγκης (25 ΠΚ). Το εάν η αμυντική πράξη είναι επιτρεπόμενη κρίνεται από τη βαρύτητα και την επικινδυνότητα της προσβολής, από το έννομο αγαθό που πλήττεται σε σχέση με αυτό που απειλείται και κυρίως από το εάν είναι σημαντικά κατώτερο ή εάν μπορούσε να αποκρουστεί πιο ήπια. Σε κάθε περίπτωση αυτό θα κριθεί in concreto από το δικαστήριο. Στο άρθρο 2 της ΕΣΔΑ που προστατεύει το δικαίωμα στη ζωή τίθενται αυστηρότατες προϋποθέσεις για την αφαίρεση ζωής στο πλαίσιο άμυνας, καθώς πρόκειται για το πιο θεμελιώδες αγαθό.
Επιπρόσθετα, υπάρχει διχογνωμία για την απαίτηση ή μη της γνώσης του αμυνόμενου ως προς τη συνθήκη της επίθεσης, δηλαδή την περίπτωση της αγνοούμενης άμυνας. Οι υπέρμαχοι της αντικειμενικής θεωρίας δέχονται την άμυνα και από άτομο το οποίο δεν είχε αντιληφθεί ότι τελούσε υπό το καθεστώς επίθεσης. Αντίθετα, στη γερμανική έννομη τάξη και στους θεωρητικούς που ασπάζονται τη θεωρία της υποκειμενικότητας της πράξης είναι αναγκαία η συνδρομή της γνώσης για την αποδοχή της άμυνας ως αναγκαίο στοιχείο για τη δικαιολόγηση της καταρχήν άδικης συμπεριφοράς. Δεν έχει αποκρυσταλλωθεί το επιτρεπτό ή μη της άμυνας και υπερ κοινωνικών αγαθών. Πάντως, η διάταξη του Συντάγματος 120 παρ.4 προβλέπει την άμυνα των πολιτών κατά προσβολών του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τέλος, η περίπτωση της νομιζόμενης άμυνας, δηλαδή περιπτώσεις, όπου χωρίς να καλύπτονται οι προϋποθέσεις κατάφασης της επίθεσης, το άτομο λειτουργεί ως αμυνόμενο τυγχάνει εφαρμογής αναλογικά η διάταξη που αφορά την πραγματική πλάνη και αποκλείει την κατάφαση του δόλου στο επίπεδο του καταλογισμού.
Εν κατακλείδι, η δυνατότητα νόμιμης άμυνας είναι ένα ισχυρό μέσο για την αυτοδύναμη προστασία των ιδιωτών από παράνομες ενέργειες. Καθώς, όμως, εμπεριέχει και αποποινικοποιεί την προσβολή εννόμων αγαθών του επιτιθέμενου αντιμετωπίζεται με αυστηρότητα από το νομοθέτη στην προσπάθεια να αποφευχθούν πιθανές εκτροπές που διαστρεβλώνουν την έννοια της προστασίας και καταλήγουν σε καταχρηστικές συμπεριφορές και σε έκνομες ενέργειας. Προς τούτου κατατείνει και το περιεχόμενο του άρθρου 24 ΠΚ για την προβοκατόρικη άμυνα «Δεν απαλλάσσεται από την ποινή που ορίζει ο νόμος όποιος με πρόθεση προκάλεσε την επίθεση άλλου για να διαπράξει εναντίον του αξιόποινη πράξη με το πρόσχημα της άμυνας».
Βιβλιογραφία
Μαργαρίτης, Μ. Μαργαρίτη Α. 2020. ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ: Ερμηνεία-Εφαρμογή. Αθήνα: Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. 4η έκδοση. σελ. 104 κ. επ.