fbpx

Αδίκημα Εγκληματικής Οργάνωσης και της Συμμορίας

ΤΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ά. 187 παρ. 1 Π.Κ. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ά. 187 παρ. 3 Π.Κ.

Η ποινικοποίηση του αδικήματος της εγκληματικής οργάνωσης, συνδέεται άμεσα με την καταπολέμηση της οργανωμένης εγκληματικότητας, η οποία εκκίνησε να εκδηλώνεται από το 1980 και έπειτα και κορυφώνεται γύρω στο 2000 που υπεγράφη και η Σύμβαση του Παλέρμο σε διεθνές επίπεδο. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπήρξε μια κοινή δράση και μια Απόφαση-Πλαίσιο που υιοθέτησε τον ορισμό που δόθηκε στη Σύμβαση του Παλέρμο, η διαφορά τους όμως έγκειται στο ότι ήταν στη διάθεση των κρατών το αν θα την υπογράψουν ή όχι. Στην Ελλάδα ποινικοποιήθηκε για πρώτη φορά η εν λόγω πράξη το 2001 με την υιοθέτηση του άρθρου 187 Π.Κ.

Προστατευόμενο έννομο αγαθό υποστηρίζεται κατά πλειοψηφία ότι είναι η δημόσια τάξη.

Υπό το νέο καθεστώς, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρθρου 187 παράγραφος 1 Π.Κ., θα πρέπει να καταφάσκεται μια επιχειρησιακά δομημένη οργάνωση. Θέλουμε δηλαδή μια πραγματοπαγή δομή της οργάνωσης, όπως απαιτείται από τον ίδιο τον ορισμό του οργανωμένου εγκλήματος. Επίσης, απαιτείται να υπάρχει διαρκής εγκληματική δράση, δηλαδή ορισμένα από τα μέλη της να έχουν τελέσει ήδη εγκλήματα, κι άλλα να προετοιμάζουν τα επερχόμενα και αυτά τα οποία στοχεύουν να προβούν σε έκνομες πράξεις (π.χ. ένα εκ των μελών κατασκευάζει πλαστές ταυτότητες για να μπορούν να «κυκλοφορούν» τα μέλη). 

Πρόκειται για κοινό έγκλημα, υπαλλακτικώς μεικτό, όπως θα διαπιστωθεί κατωτέρω: 

Ως προς τους τρόπους τέλεσης έχουν να παρατηρηθούν τα εξής:

Συγκροτώ σημαίνει πως σκέφτομαι ότι πρέπει να συσταθεί μια ομάδα για να τελεί εγκλήματα, χωρίς όμως να προϋποτίθεται ότι θα είμαι κι εγώ μέλος της. 

Εντάσσομαι ως μέλος σημαίνει ότι υπάρχουν ήδη τουλάχιστον 3 άτομα στην εγκληματική οργάνωση και θα πρέπει να σημειωθεί και αποδοχή μου ως μέλους της. Είναι σημαντικό το στοιχείο της αποδοχής του υποψήφιου μέλους από την οργάνωση. Σημειωτέον ότι κατά πάγια νομολογία, μέλος είναι εκείνο που είτε συμμετέχει στη σύσταση μιας εγκληματικής οργάνωσης είτε εντάσσεται εκ των υστέρων και υποτάσσει τη βούλησή του σε αυτή, χωρίς όμως να είναι αναγκαία και η συμμετοχή του στις έκνομες πράξεις στις οποίες επιδίδεται (ΑΠ 1790/2020 ΤριμΕφΚακΑθ). 

Υπό αυτή την έννοια έχουμε υπαλλακτικώς μεικτό έγκλημα, γιατί το μέλος μπορεί να συγκροτεί την οργάνωση και να αποφασίζει να υποτάξει τη βούλησή του σε αυτή, συνεπώς σε τούτη την περίπτωση θα τιμωρηθεί με μια ενιαία ποινή.

Ως προς την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου 187 παράγραφος 1 Π.Κ., διαπιστώνεται ότι πρόκειται για έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης. Για τις πράξεις συμμετοχής στην οργάνωση θέλουμε δόλο οποιουδήποτε βαθμού. Το σκοπό για τη διάπραξη κακουργημάτων πρέπει να τον έχει η εγκληματική οργάνωση, γενικά και έκαστο μέλος της να το αποδέχεται. Δεν απαιτείται δηλαδή και κάθε μέλος μεμονωμένα να έχει και το σκοπό τέλεσης κακουργημάτων, αρκεί να το αποδέχεται. Αυτή είναι και η βασική διαφοροποίηση με το παλαιό καθεστώς, καθότι τούτο διασαφηνίστηκε. Σημειωτέον επίσης ότι η στόχευση στην τέλεση κακουργημάτων είναι και αυτό που διαφοροποιεί την εγκληματική οργάνωση από οποιασδήποτε άλλη οργάνωση (συλλογική βούληση). Πρόκειται για κομμάτι της αντικειμενικής υπόστασης. 

Συναυτουργία δεχόμαστε μόνο στην περίπτωση της συγκρότησης. Στην ένταξη δεν μπορούμε να το δεχτούμε γιατί το κάθε μέλος εντάσσεται από μόνο του.

Συμμετοχή σε αυτή την πράξη έχουμε; Ηθική αυτουργία μπορεί να υπάρχει αρκεί να καταφάσκεται πλήρης δόλος τέλεσης του αδικήματος. Πρέπει ο ίδιος ο ηθικός αυτουργός να έχει άμεσο δόλο α’ βαθμού για την τέλεση των κακουργημάτων (ειδικός δόλος που απαιτείται και για τον φυσικό αυτουργό) κι αν δεν υπάρχει, η απόφαση που εκδίδεται καθίσταται αναιρετέα.

Ως προς την απόπειρα του αδικήματος, σημειώνονται τα εξής:

Συγκρότηση: Πρέπει να έχουν εντοπισθεί τα 3 άτομα. Δεν αρκεί να ψάχνουμε να τα βρούμε για να πούμε ότι έχουμε απόπειρα. Πρέπει να υφίσταται μια δομή για να μιλήσουμε για αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος -που απαιτείται ούτως ή άλλως για να έχουμε απόπειρα-.

Ένταξη: Είναι νοητή η απόπειρα κι εδώ όταν επιχειρεί ένα μέλος να ενταχθεί στην οργάνωση, αλλά δεν τον αποδέχονται (άρα λοιπόν δεν έχει υποτάξει τη βούλησή του).

Τέλος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 187 παράγραφος 2 Π.Κ., προβλέπεται αυξημένη ποινή για εκείνον που διευθύνει την εγκληματική οργάνωση. 

Οι διαφορές του εγκλήματος της εγκληματικής οργάνωσης με τη συμμορία του άρθρου 187 παράγραφος 3 Π.Κ.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 187 παράγραφος 3 Π.Κ. «Όποιος, εκτός από την περίπτωση της πρώτης παραγράφου, οργανώνεται με άλλον ή άλλους για να διαπράξουν κακούργημα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση έως τρία έτη τιμωρείται ο υπαίτιος αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της ανηλικότητας, της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας.».

Ειδικότερα, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, ο νομοθέτης εκουσίως επιλέγει να μην δεν αναφέρεται πλέον η «ένωση» με άλλον για τη «διάπραξη» κακουργήματος, αλλά προβλέπεται ρητά ότι το έγκλημα τελείται όταν ο δράστης «οργανώνεται» με άλλον ή με άλλους για να διαπράξουν κακούργημα, δίνοντας έμφαση με αυτόν τον τρόπο ότι για να υπάρχει συμμορία δεν αρκεί απλή σύμπτωση βουλήσεων, αλλά απαιτείται σύσταση οργάνωσης, με στοιχειώδη έστω δομή, ενώ απαιτείται και η ύπαρξη συμφωνίας για την από κοινού τέλεση των αξιόποινων πράξεων. Στη συμμορία δε επικρατούν οι διαπροσωπικές σχέσεις των μελών και δεν υπάρχει η πραγματοπαγής οργάνωση η οποία απαιτείται να καταφάσκεται για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης, ενώ συνάμα δεν είναι προαπαιτούμενη η σύμπραξη 3 ατόμων για τη σύστασή της, ούτε η διάρκειά της στο χρόνο. 

Συνεπώς, συμμορία είναι η ένωση με κάποιο άλλο πρόσωπο με σκοπό την τέλεση ενός τουλάχιστον μη προσδιοριζόμενου κακουργήματος ή η τέλεση πλημμελήματος -εν αντιθέσει με την εγκληματική οργάνωση- ανεξαρτήτως βαρύτητας, με το οποίο αποσκοπείται οικονομικό ή άλλο όφελος ή η προσβολή της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή της ανηλικότητας. 

Τέλος, ως προς την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης πρέπει να υπάρχει δόλος για την τέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος, αρκούντος και του ενδεχόμενου.  

(βλ. και Μαργαρίτης, Μ. & Μαργαρίτη, Α. 2020. Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα. Αθήνα: Εκδόσεις Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. 4η έκδοση, σελ. 501 επ.).

Σχετικά Άρθρα

Καλέστε μας