fbpx

Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικών Υπαλλήλων

Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικών Υπαλλήλων. Η πειθαρχική αντιμετώπιση των αστυνομικών υπάλληλων διέπεται από ειδικό νομοθετικό πλαίσιο, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το στρατιωτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων. Ειδικότερα, ρυθμίζεται  από το ΠΔ 120/2008, το οποίο αντικατέστησε το ΠΔ 22/1996 και τροποποιήθηκε με το ΠΔ 111/2019 και τιτλοφορείται χαρακτηριστικά «Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού». Ο νομοθέτης  εξαιρεί τους αστυνομικούς υπαλλήλους από τις ρυθμίσεις  που προβλέπει ο δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας για τις πειθαρχικές ποινές καθότι  αντιμετωπίζει το αστυνομικό προσωπικό ως ειδική κατηγορία δημοσίων υπαλλήλων.

Στο άρθρο 2 του ΠΔ 120/2008, ο νομοθέτης διασαφηνίζει το περιεχόμενο της έννοιας  της «πειθαρχίας», εκ του οποίου φανερώνεται η ιεραρχική δομή που διέπει το σώμα των αστυνομικών δυνάμεων εν τω συνόλω. Στο άρθρο 3 του ως άνω διατάγματος, καθορίζονται οι γενικές αρχές που διέπουν το πειθαρχικό δίκαιο των αστυνομικών υπαλλήλων, μεταξύ των οποίων: α) η απαγόρευση της δίωξης αστυνομικού δεύτερη φορά για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα (άρθρο 3 παρ. 1), β) η απαγόρευση επιβολής δεύτερης ποινής για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα (άρθρο 3 παρ. 2), γ) η εφαρμογή της ευμενέστερης διάταξης, αν από την τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος μέχρι το πέρας της πειθαρχικής δίωξης ίσχυσαν περισσότεροι νόμοι ( άρθρο 3 παρ. 3), δ) ότι για συρρέοντα πειθαρχικά παραπτώματα, που τελέσθηκαν από τον αστυνομικό στον ίδιο τόπο και χρόνο επιβάλλεται μία ποινή. Κατά την επιμέτρηση της ποινής αυτής λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός των πειθαρχικών παραπτωμάτων, κλπ.

Ποινικό Δίκαιο

ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΟΣ

Ως πειθαρχικό παράπτωμα νοείται, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ΠΔ 120/2008, κάθε υπαίτια και καταλογιστή παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος είτε αυτή τελείται με πράξη είτε τελείται δια παραλείψεως. Το δε υπηρεσιακό καθήκον προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στον αστυνομικό από τις διατάξεις του Συντάγματος, των νόμων, των κανονισμών του Σώματος, των διαταγών της Υπηρεσίας καθώς και από τη συμπεριφορά, που πρέπει να τηρεί ο αστυνομικός εντός και εκτός υπηρεσίας λόγω της ιδιότητας του.

Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 10 του προεδρικού διατάγματος ο νομοθέτης κάνει μια περιοριστική αναφορά σε μία σειρά πειθαρχικών παραπτωμάτων τα οποία λόγω της φύσης τους επισύρουν τη βαρύτερη των πειθαρχικών ποινών, αυτή της απόταξης. Πρόκειται για:  α) πράξεις που υποδηλώνουν έλλειψη πίστης, σεβασμού και αφοσίωσης στο Σύνταγμα και στο Δημοκρατικό Πολίτευμα της Χώρας, β) πράξεις που υπονομεύουν άμεσα ή έμμεσα την έννομη τάξη, γ) πράξεις που συνιστούν βασανιστήρια και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά την έννοια του άρθρου 137 Α του Π.Κ, δ) η συμμετοχή σε κάθε μορφής απεργία, ε) η απείθεια ή η άρνηση εκτέλεσης διαταγής ανωτέρου, που αναφέρεται σε υπηρεσιακό καθήκον, στ) παραβίαση της υπηρεσιακής εχεμύθειας, που σχετίζεται με εθνικά θέματα ή τη διαρροή απορρήτων και άκρως απορρήτων εγγράφων της Υπηρεσίας, ζ) η κατά τρόπον αναξιοπρεπή χρησιμοποίηση της αστυνομικής ιδιότητας για την προς όφελος του ιδίου ή τρίτων σύναψη χρεών, τα οποία δεν εξοφλήθηκαν εγκαίρως, η) η τέλεση ή η απόπειρα τέλεσης εγκλημάτων σε βαθμό κακουργήματος και η τέλεση ή απόπειρα τέλεσης των εγκλημάτων, αντίστασης (άρθρο 167 Π.Κ.), ελευθέρωσης φυλακισμένου από πρόθεση (άρθρο 172 παρ.1 Π.Κ.), εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 187 Π.Κ.), παραχάραξης (Άρθρο 207 Π.Κ.), πλαστογραφίας (Άρθρο 216 Π.Κ.), πλαστογραφίας πιστοποιητικών (άρθρο 217 Π.Κ.), πλαστογραφίας και κατάχρησης ενσήμων (άρθρο 218 Π.Κ.), υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης (άρθρο 220 Π.Κ.), υπεξαγωγής εγγράφου (άρθρο 222 Π.Κ.), ψευδορκίας (άρθρο 224 Π.Κ.), ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης (άρθρο 225 Π.Κ.), ψευδούς καταμήνυσης (άρθρο 229 Π.Κ.), υπόθαλψης εγκληματία (άρθρο 231 Π.Κ.), παθητικής και ενεργητικής δωροδοκίας (άρθρα 235-236 Π.Κ.), κατάχρησης εξουσίας (άρθρο 239 Π.Κ.), ψευδούς βεβαίωσης και νόθευσης (άρθρο 242 Π.Κ.), καταπίεσης (άρθρο 244 Π.Κ.), απιστίας περί την υπηρεσία (άρθρο 256 Π. Κ), εκμετάλλευσης εμπιστευμένων πραγμάτων (άρθρο 257 Π.Κ.), παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 Π.Κ.), παρότρυνσης υφισταμένων και ανοχής (άρθρο 261 Π.Κ.), εμπρησμού από πρόθεση (άρθρο 264 Π.Κ.), έκθεσης (άρθρο 306 Π.Κ.), παράλειψης λύτρωσης από κίνδυνο ζωής (άρθρο 307 Π.Κ.), εμπορίας δούλων (άρθρο 323 Π.Κ.), εμπορίας ανθρώπων (Άρθρο 323 Α` Π.Κ.), παράνομης κατακράτησης (άρθρο 325 Π.Κ.), κατακράτησης παρά το Σύνταγμα (άρθρο 326 Π.Κ.), παράνομης βίας (άρθρο 330 Π. Κ.), εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής (άρθρα 336 έως 353 Π.Κ.), συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 363 Π.Κ.), παραβίασης απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας (άρθρο 370 Α` Π.Κ.), κλοπής (άρθρο 372 Π.Κ.), υπεξαίρεσης κοινής και στην υπηρεσία (άρθρα 375,258 Π.Κ.), εκβίασης (άρθρο 385 Π. Κ.), απάτης (άρθρο 386 Π.Κ.), απάτης σχετικής με τις ασφάλειες (άρθρο 388 Π.Κ.), αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος (άρθρο 394 Π.Κ.), τοκογλυφίας (άρθρο 404 Π.Κ.), παραβάσεις της νομοθεσίας περί ζωοκλοπής, ναρκωτικών, αλλοδαπών, αρχαιοτήτων και λαθρεμπορίας, ως και παραβάσεις της νομοθεσίας περί όπλων και εκρηκτικών εφόσον οι τελευταίες τιμωρούνται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός (1) έτους, θ) η από πρόθεση τέλεση κάθε εγκλήματος που στρέφεται κατ` ανωτέρου και σχετίζεται με την εκτέλεση της υπηρεσίας, ι) η αυθαίρετη απουσία επί πέντε (5) συνεχείς ημέρες ή δέκα (10) ημέρες συνολικά σ` ένα έτος, ια) η χρήση ναρκωτικών ουσιών ή η ροπή στη χρήση οινοπνευματωδών ποτών, ιβ) η χαρακτηριστικά αναξιοπρεπής ή ανάξια για αστυνομικό συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας ή συμπεριφορά που μαρτυρεί διαφθορά χαρακτήρα, ιγ) η βαριά παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος από πρόθεση, ιδ) Η δημόσια προφορικώς ή εγγράφως άσκηση κριτικής των πράξεων της ιεραρχίας με προσβλητικές ή υποτιμητικές εκφράσεις και ιε) η παροχή υπηρεσιών, συλλογής πληροφοριών για λογαριασμό τρίτων, φρούρησης ή φύλαξης ή προστασίας προσώπων ή πραγμάτων, καθώς και η καθ` οιονδήποτε τρόπο απασχόληση του στα καταστήματα του άρθρου 1 του Π.Δ.180/1979 (Φ.Ε.Κ.46 τ. Α`).

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ

Ο νόμος ορίζει τα ήδη των πειθαρχικών ποινών που επιβάλλονται στους Αστυνομικούς και καταχωρίζονται στα ατομικά τους έγγραφα. Πρόκειται για την  i. Πειθαρχική ποινή της απόταξης.

  1. ii. Πειθαρχική ποινή της αργίας με απόλυση διάρκειας δύο (2) έως έξι (6) μήνες.

iii. Πειθαρχική ποινή της αργίας με πρόσκαιρη παύση διάρκειας δεκαπέντε (15) ημερών λεως τεσσάρων (4) μηνών.

  1. iv. Πειθαρχική ποινή του προστίμου μέχρι τρεις μηνιαίους βασικούς μισθούς του τιμωρουμένου.
  2. v. Πειθαρχική ποινή της επίπληξης.

  Η απόταξη και οι αργίες είναι οι ανώτερες ενώ το δε πρόστιμο και η επίπληξη είναι οι κατώτερες πειθαρχικές ποινές. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η πειθαρχική ευθύνη του αστυνομικού αρχίζει με την κατάταξή του στο Σώμα και λήγει με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο έξοδό του από αυτό.

Παράλληλα, ο νόμος προβλέπει στην περίπτωση πειθαρχικού παραπτώματος, το διοικητικό μέτρο της διαθεσιμότητας. Σύμφωνα με την παρ. 2 αρθρ. 15 ΠΔ 120/2008: «Σε διαθεσιμότητα μπορεί να τίθενται οι αστυνομικοί, όταν ασκείται σε βάρος τους ποινική δίωξη για ποινικό αδίκημα για το οποίο απειλείται ποινή κάθειρξης ή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών ή διατάσσεται σε βάρος τους Ε.Δ.Ε., για πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο απειλείται ανώτερη πειθαρχική ποινή.

Η διάρκεια της διαθεσιμότητας δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δεκαοκτώ (18) μήνες, εκτός αν πρόκειται για πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο απειλείται η ποινή της απόταξης οπότε μπορεί να διαρκέσει μέχρι είκοσι τέσσερις (24) μήνες. Η διαθεσιμότητα μπορεί να λήξει και πριν την συμπλήρωση των παραπάνω χρονικών ορίων, με πράξη του οργάνου που την αποφάσισε, εκτός αν επιβλήθηκε με τελεσίδικη διοικητική πράξη πειθαρχική ποινή, οπότε λήγει με την έναρξη εκτέλεσης της.»

ΠΟΙΟΣ ΑΣΚΕΙ ΤΗΝ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ;      

Σύμφωνα με το άρθρο 22 ΠΔ 120/2008, αρμόδιοι για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης με την έκδοση διαταγής προς διενέργεια Ε.Δ.Ε., είναι ο Υπουργός και ο Υφυπουργός Εσωτερικών, ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Τάξης, ο Αρχηγός και ο Υπαρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, ο Προϊστάμενος του Επιτελείου του Αρχηγείου, οι Γενικοί Επιθεωρητές Αστυνομίας, και οι Προϊστάμενοι των Κλάδων για όλο το Αστυνομικό προσωπικό, ο Διευθυντής της Αστυνομικής Ακαδημίας, ο Διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Ασφαλείας Επισήμων και οι Γενικοί Αστυνομικοί Διευθυντές, για το προσωπικό των Υπηρεσιών τους. Αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης με την έκδοση διαταγής για διενέργεια Ε.Δ.Ε. είναι επίσης οι Διευθυντές των Αστυνομικών Διευθύνσεων και οι Διευθυντές Υπηρεσιών επιπέδου Διεύθυνσης για το προσωπικό των Υπηρεσιών τους.

Την πειθαρχική εξουσία ασκούν, σύμφωνα με το άρθρο ΠΔ 120/2008, τα πειθαρχικά συμβούλια, τα οποία απαρτίζονται είτε από ανθυπαστυνόμους, αρχιφύλακες και αστυφύλακες είτε από αξιωματικούς, αναλόγως το βαθμό του πειθαρχικά διωκόμενου αστυνομικού. Ενώπιόν τους, δύναται ο πειθαρχικά διωκόμενος αστυνομικός να παρίσταται δια συνηγόρου. Η εκάστοτε πειθαρχική ποινή, επιβάλλεται με απόφαση, η οποία εκδίδεται από τα πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια και κατά της οποίας ο πειθαρχικά διωκόμενος αστυνομικός δικαιούται να προσφύγει στο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο.

ΣΧΕΣΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ

Τέλος, πρέπει να τονισθεί ότι, η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική δίκη (άρθρο 48 ΠΔ 120/2008). Το πειθαρχικό όργανο δεσμέυεται από την κρίση που προέρχεται από αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου μόνο ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος. Σε κάθε άλλη περίπτωση η απόφαση ποινικού δικαστηρίου συνεκτιμάται στην πειθαρχική δίκη, το πειθαρχικό όργανο όμως μπορεί να εκδώσει απόφαση διαφορετική από εκείνη του ποινικού δικαστηρίου.

    Σχετικά Άρθρα

    Καλέστε μας