fbpx

Κατάχρηση Εξουσίας – Άρθρο 239 ΠΚ

Στο άρθρο 239 ΠΚ τυποποιείται το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας, το οποίο, μετά το Ν. 4619/2019, έχει ως εξής :

«Υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση αξιόποινων πράξεων: α) αν μεταχειρίστηκε παρανόμως εκβιαστικά μέσα για να πετύχει οποιαδήποτε έγγραφη ή προφορική κατάθεση κατηγορουμένου, μάρτυρα ή πραγματογνώμονα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά το άρθρο 137 Α, β) αν εν γνώσει του εξέθεσε σε δίωξη ή τιμωρία κάποιον αθώο ή παρέλειψε να διώξει κάποιον υπαίτιο, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή, αν πρόκειται για κακούργημα και με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, αν πρόκειται για πλημμέλημα.»

ΕΝΝΟΜΟ ΑΓΑΘΟ

Ο νομοθέτης, παράλληλα, με την επιθυμία του να προστατεύσει τα ατομικά αγαθά, όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η υγεία, η περιουσία, η ελευθερία και η τιμή επιθυμεί να επιτύχει και την προστασία της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, από τυχόν σφετερισμό της εξουσίας από τα ίδια τα όργανα της πολιτείας.

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Το υποκείμενο της τέλεσης πράξεων βασανιστηρίων απαιτείται να είναι υπάλληλος: όπως ορίζεται στο α. 13 περ. α ΠΚ «Υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο έχει νόμιμα ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου». Στα καθήκοντα του υπαλλήλου απαιτείται να ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση αξιόποινων πράξεων. Υπό τη στενή έννοια των όρων «δίωξη» ή «ανάκριση», ως υπάλληλος, που ασκεί την ποινική δίωξη, λογίζεται ο Εισαγγελέας, ενώ αρμόδιοι για την ανάκριση θεωρούνται οι τακτικοί ανακριτές και οι γενικοί ή ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την ευρεία έννοια των ως άνω όρων, τότε πέραν του Εισαγγελέα και των τακτικών, γενικών ή ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων, υποκείμενο της τέλεσης δύναται να θεωρηθούν και οι προανακριτικοί υπάλληλοι, οι οποίοι με τις ενέργειες τους εκθέτουν το άτομο στην ποινική δίωξη. Ο υπάλληλος, αναφορικά με την τέλεση του αδικήματος, δεν απαιτείται να είναι επιφορτισμένος με τα καθήκοντα της δίωξης ή της ανάκρισης στην υπό κρίση υπόθεση, αρκεί εν γένει η δίωξη ή η ανάκριση να άπτονται των καθηκόντων του.

ΤΡΟΠΟΣ ΤΕΛΕΣΗΣ

Πρόκειται για ιδιαίτερο έγκλημα λόγω της απαιτούμενης ιδιότητας στο πρόσωπο του δράστη, πολύτροπο ή σωρευτικώς μικτό.

Η 1η περίπτωση (άρ. 239 εδ. α ΠΚ) τέλεσης αφορά την εκβίαση για κατάθεση. Η μεταχείριση παράνομων εκβιαστικών μέσων με σκοπό (δόλος) την απόσπαση έγγραφης ή προφορικής κατάθεσης αρκεί για τη θεμελίωση του αξιόποινου της πράξης, ενώ είναι αδιάφορη η επέλευση του αποτελέσματος, ήτοι η επίτευξη της απόσπασης. Ως «εκβιαστικά μέσα» νοούνται τόσο όσα άπτονται της χρήσης βίας είτε σωματική είτε ψυχολογική, όσο και σε αυτά που είναι υπό τη μορφή απειλής – εξαγγελίας ενός κακού είτε εις βάρος του ίδιου του αποδέκτη είτε τρίτου. Επίσης, εκβιαστικά μέσα δύναται να θεωρηθούν και όσα δεν προκαλούν βλάβη υγείας, όπως η παρατεταμένη απομόνωση ή η εξουθενωτική ανάκριση. Σε κάθε περίπτωση η χρήση τέτοιων μέσων θα πρέπει να είναι τέτοιας έντασης, ώστε να μην υπάγονται στην έννοια των βασανιστηρίων, οπότε και θα τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 137Α ΠΚ.

Επιπλέον, η μεταχείριση αυτών των μέσων απαιτείται να είναι παράνομη και ικανή να επηρεάσει την ελεύθερη βούληση του ατόμου. Η έννοια τίθεται προκειμένου να υπάρξει διαχωρισμός από τα μέσα που επιτρέπονται από την ανακριτική επιστήμη, καθώς και τις ενέργειες που επιτρέπονται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ως μέσω απόδειξης ή ανακριτικής μεθόδου.

Στη 2η περίπτωση (αρ. 239 εδ. β ΠΚ) γίνεται αναφορά για την εν γνώση έκθεση σε δίωξη ή τιμωρία αθώου, η οποία συνιστά περίπτωση της ψευδούς καταμήνυσης (άρ. 229 παρ. 2 ΠΚ). Με τον όρο «έκθεση» νοείται η πρόκληση κινδύνου δίωξης ή τιμωρίας, ωστόσο μόνο η γνώση του αποδεικτικού υλικού δεν επαρκεί. Απαιτείται απόκρυψη ή αλλοίωση του αποδεικτικού υλικού, παράλειψη λήψης υπόψιν κατάθεσης υπέρ του κατηγορουμένου, ενέργειες οι οποίες αντίκεινται στην αρχή της νομιμότητας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Με τον όρο «εν γνώση» αποκλείεται ο ενδεχόμενος δόλος, ενώ αρκεί και ο άμεσος δόλος β’ βαθμού.

Αναφορικά με τον όρο της «δίωξης» αυτή μπορεί να προκληθεί είτε από ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων της δίωξης είτε των ανακριτικών υπαλλήλων, στην περίπτωση της αστυνομικής προανάκρισης κατά την συλλογή πειστηρίων.

Αναφορικά με την φράση «έκθεση σε τιμωρία», αυτή αφορά σε πράξεις που έπονται της δίωξης, αφότου βγει καταδικαστική απόφαση ή βούλευμα. Τέτοιες ενέργειες θεωρούνται οι νόθευση αποδεικτικών στοιχείων ή λανθασμένη εφαρμογή νομικών κανόνων.

Όσον αφορά την έννοια «αθώος» νοούνται τόσα τα άτομα που δεν έχουν τελέσει αξιόποινη πράξη όσο και αυτά τα οποία έχουν τελέσει «ελαφρύτερη» πράξη από αυτή που τους καταλογίζεται. Επίσης, στην ως άνω έννοια περιλαμβάνονται και όσοι καταλαμβάνονται από λόγο άρσης του αδίκου, εξάλειψης του αξιοποίνου κ.α.

Η 3η περίπτωση (αρ. 239 εδ. β περ. β ΠΚ) αναφέρεται στην παράλειψη δίωξης υπαιτίου. Η παράλειψη δίωξης υπαιτίου καταλαμβάνει τις περιπτώσεις όπου ο υπάλληλος είτε αδικαιολόγητα καθυστερεί την πρόοδο των διαδικασιών με αποτέλεσμα την παραγραφή του αδικήματος είτε δεν δείχνει τη δέουσα προσοχή κατά την έρευνα της υπόθεσης, είτε απορρίπτει και θέτει στο αρχείο την έγκληση ή τη μήνυση χωρίς αιτιολογία. Η παράλειψη συντελείτε στην περίπτωση που ο υπάλληλος παρέλειψε να ασκήσει τα καθήκοντα του, παρότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του νόμου, σχετικά με την έναρξη της δίωξης ή διακοπής αυτής. Το γεγονός ότι σε μεταγενέστερο χρόνο μπορεί να διώχθηκε από έτερο πρόσωπο ή να καταδικάστηκε είναι αδιάφορο. Γίνεται κατανοητό ότι πρόκειται για γνήσιο αδίκημα παράλειψης, διότι η στοιχειοθέτηση της παράλειψης αρκεί για να θεωρηθεί τετελεσμένο το αδίκημα.

Υπαίτιος θεωρείται όποιος φέρεται να έχει τελέσει αξιόποινη πράξη και πληρούνται στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος, τόσο οι ουσιαστικές όσο και οι δικονομικές. Υπαίτιος θεωρείται ακόμα κι αν δεν έχει κατηγορηθεί για αυτή ή δεν έχει καταδικαστεί.

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ

Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του 1ου τρόπου τέλεσης του εγκλήματος, απαιτείται οποιοσδήποτε δόλος, ακόμη και ο ενδεχόμενος δόλος.  Ο δόλος θα πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης δηλαδή ο δράστης να γνωρίζει ότι άπτονται των καθηκόντων του η δίωξη ή η ανάκριση αξιόποινων πράξεων και ότι μεταχειρίστηκε παρανόμως εκβιαστικά μέσα. Η συγκεκριμένη διάταξη προσθέτει ένα ακόμα στοιχείο, αυτό του σκοπού επίτευξης αποσπάσεως κατάθεσης κατηγορουμένου, καθιστώντας το αδίκημα ως υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης.

Αντιθέτως, για την πλήρωση της 2ης και 3ης περίπτωσης η χρήση της έννοιας «εν γνώσει» οδηγεί στο συμπέρασμα ότι απαιτείται τουλάχιστον άμεσος δόλος β’ βαθμού και άρα αποκλείεται ο ενδεχόμενος δόλος. Ο δράστης θα πρέπει με απόλυτη βεβαιότητα να γνωρίζει ότι με την συμπεριφορά του και τις ενέργειες του εκθέτει σε δίωξη ή τιμωρία αθώο ή ότι παραλείπει τη δίωξη υπαιτίου, αν υπάρχει αμφιβολία από μέρους του, τότε δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη στοιχειθέτηση του εν λόγω αδικήματος.

ΣΧΕΣΗ ΜΕ αρ. 137Α ΠΚ

Η χρήση της φράσης «εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά το άρθρο 137Α», δίνει σαφή προτεραιότητα στο άρθρο που ορίζει το αξιόποινο των βασανιστηρίων και αποτελεί ρήτρα επικουρικότητας. Επομένως, στην περίπτωση που η χρήση των εκβιαστικών μέσων είναι τέτοιας έντασης που να συνιστούν πλέον βασανιστήρια, τότε σε αποκλειστική εφαρμογή τυγχάνουν οι σχετικές διατάξεις αυτών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Συνοπτική ερμηνεία ποινικού κώδικα – Μετά τις αλλαγές του Ν. 5090/2024, 3η Έκδοση, Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης, Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ

Σχετικά Άρθρα

Καλέστε μας