Στο άρθρο 137Α ΠΚ θεμελιώνεται το αξιόποινο της τέλεσης βασανιστηρίων και συγκεκριμένα αναφέρει : «1. Υπάλληλος ή στρατιωτικός, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη, η ανάκριση ή η εξέταση αξιόποινων πράξεων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων ή η εκτέλεση ποινών ή η φύλαξη ή η επιμέλεια κρατουμένων, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη, εάν υποβάλλει σε βασανιστήρια κατά την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων πρόσωπο που βρίσκεται στην εξουσία του με σκοπό: α) να αποσπάσει από αυτό ή από τρίτο πρόσωπο ομολογία, κατάθεση, πληροφορία ή δήλωση ιδίως αποκήρυξης ή αποδοχής πολιτικής ή άλλης ιδεολογίας, β) να το τιμωρήσει ή γ) να εκφοβίσει αυτό ή τρίτα πρόσωπα. Με την ίδια ποινή τιμωρείται υπάλληλος ή στρατιωτικός, που με εντολή των προϊσταμένων του ή αυτοβούλως σφετερίζεται τέτοια καθήκοντα και τελεί τις πράξεις του προηγούμενου εδαφίου.
- Με την ίδια ποινή τιμωρούνται τα βασανιστήρια τα οποία τελούνται από τα πρόσωπα και υπό τις περιστάσεις που προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος ακόμη και χωρίς τον αναφερόμενο σε αυτή σκοπό, εφόσον η επιλογή του παθόντος γίνεται λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται το άρθρο 82 Α.
- Επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν οι πράξεις των προηγούμενων παραγράφων: α) τελούνται με μέσα ή τρόπους συστηματικού βασανισμού, ιδίως κτυπήματα στα πέλματα του θύματος (φάλαγγα), ηλεκτροσόκ, εικονική εκτέλεση ή παραισθησιογόνες ουσίες ή β) έχουν ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του θύματος. Η ποινή αυτή επιβάλλεται και όταν ο υπαίτιος, ως προϊστάμενος, έδωσε την εντολή τέλεσής τους.
- Σωματική κάκωση, βλάβη της υγείας, άσκηση παράνομης σωματικής ή ψυχολογικής βίας και κάθε άλλη σοβαρή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που τελείται από τα πρόσωπα και υπό τις περιστάσεις που προβλέπουν οι παράγραφοι 1 και 2, εφόσον δεν υπάγεται στην έννοια των βασανιστηρίων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη αν συντρέχει η περίπτωση β΄ της προηγούμενης παραγράφου. Ως προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας θεωρούνται ιδίως: α) η χρησιμοποίηση ανιχνευτή αλήθειας, β) η παρατεταμένη απομόνωση, γ) η σοβαρή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας.
- Αν οι πράξεις των προηγούμενων παραγράφων επέφεραν τον θάνατο του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών.
- Βασανιστήρια συνιστούν, κατά το άρθρο αυτό, κάθε εσκεμμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, καθώς και κάθε παράνομη χρησιμοποίηση χημικών, ναρκωτικών ή άλλων φυσικών ή τεχνικών μέσων με σκοπό να κάμψουν τη βούληση του παθόντος. Δεν υπάγονται στην έννοια των βασανιστηρίων πράξεις ή συνέπειες συμφυείς προς τη νόμιμη εκτέλεση ποινής ή άλλου νόμιμου περιορισμού της ελευθερίας ή προς άλλο νόμιμο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού.
- Η καταδίκη για τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 5 συνεπάγεται αυτοδίκαιη αποστέρηση αξιωμάτων και θέσεων, που επέρχεται μόλις η καταδικαστική απόφαση γίνεται αμετάκλητη.
- Σε περίπτωση που οι πράξεις των παραγράφων 1 έως 5 τελούνται υπό καθεστώς σφετερισμού της λαϊκής κυριαρχίας, η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία.
- Η συνδρομή των όρων των άρθρων 20 έως 25 ουδέποτε αίρει τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων αυτού του άρθρου.
- Ο παθών των πράξεων του άρθρου αυτού δικαιούται να απαιτήσει από τον αμετακλήτως καταδικασθέντα και από το δημόσιο, που ευθύνονται σε ολόκληρο, αποζημίωση για τις ζημίες που υπέστη και χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη ή περιουσιακή βλάβη.»
ΕΝΝΟΜΟ ΑΓΑΘΟ
Η τέλεση των βασανιστηρίων προσβάλλει πέραν των εκάστοτε ατομικών εννόμων αγαθών, την υπόσταση της ίδιας της κοινωνίας. Ο νομοθέτης επιλέγει την ποινικοποίηση των βασανιστηρίων, προκειμένου να υπερτονίσει την αυτοτέλεια της ανθρώπινης αξίας και αξιοπρέπειας, έννομα αγαθά τα οποία υφίστανται κακοποίηση.
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΕΛΕΣΗΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
Υποκείμενο της τέλεσης πράξεων βασανιστηρίων απαιτείται να είναι υπάλληλος ή στρατιωτικός: όπως ορίζεται στο α. 13 περ. α ΠΚ «Υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο έχει νόμιμα ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου». Αναμφίβολα ο όρος «στρατιωτικός» τίθεται πλεονεκτικά, διότι και οι στρατιωτικοί εμπίπτουν στην έννοια του υπαλλήλου. Υπάλληλοι μπορεί ενδεικτικά να είναι εισαγγελείς, αντεισαγγελείς, γενικοί και ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι, ανακριτές, επίτροποι στρατοδικείων κλπ. Μεταξύ των καθηκόντων του υποκειμένου, ήτοι δίωξη, ανάκριση ή εξέταση αξιόποινων πράξεων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων ή εκτέλεση ποινών ή φύλαξη ή επιμέλεια κρατουμένων, ειδική μνεία αξίζει στην φράση «εξέταση αξιόποινων πράξεων». Με τον όρο «εξέταση αξιόποινων πράξεων» δεν γίνεται αναφορά από το νομοθέτη μόνο στην προκαταρκτική εξέταση, τα πειθαρχικά παραπτώματα, την τακτική, έκτακτη ή αστυνομική προανάκριση αλλά και στην έρευνα που διενεργείται προκειμένου να ανακαλυφθεί η τέλεση εγκληματικών πράξεων. Η πράξη απαιτείται να σχετίζεται με τα διωκτικά ή ανακριτικά καθήκοντα του υποκειμένου, με σκοπό είτε να αποσπάσει ομολογία, κατάθεση ή πληροφορία είτε να τιμωρήσει είτε να εκφοβίσει το αντικείμενο των βασανιστηρίων ή τρίτους.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην παρ. 1 εδ. 2 του ως άνω άρθρου 137Α ΠΚ αναφέρεται ρητά το αξιόποινο της συμμετοχής, αφού δεν τιμωρείται μόνο όποιος με την ανωτέρω ιδιότητα προβεί στην τέλεση βασανιστηρίων, αλλά και εκείνος που προβαίνει στην τέλεση τους κατόπιν σχετικής εντολής του προϊσταμένου του.
Πρόκειται για γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα, λόγω της συγκεκριμένης ιδιότητας που απαιτείται να φέρει το υποκείμενο, προκειμένου να θεμελιώνεται το αξιόποινο της πράξης. Σε περίπτωση που ελλείπει η ανωτέρω ιδιότητα δεν δύναται να στοιχειοθετηθεί το εν λόγω έγκλημα.
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΕΛΕΣΗΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
Αντικείμενο της πράξεως των βασανιστηρίων δύναται να είναι κάθε πρόσωπο που βρίσκεται υπό την εξουσία του υποκειμένου. Ο δράστης, λόγω της απαιτούμενης σχέσης εξουσίασης βρίσκεται σε προνομιούχα θέση και μπορεί να επιβάλει τη θέλησή του, εν αντιθέσει με το θύμα της κακοποίησης, το οποίο έχει απωλέσει το δικαίωμα αυτοδιάθεσής του, υφίσταται εξουδετέρωση της βούλησης του και υποβιβασμό.
ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΩΝ
Άρθρο 137Α παρ. 2 ΠΚ : τυποποιούνται τα βασανιστήρια που τελούνται, ακόμη και χωρίς τον σκοπό που μνημονεύεται στην παρ. 1, όμως η επιλογή του θύματος έγινε με ρατσιστικά χαρακτηριστικά.
Άρθρο 137Α παρ. 3 ΠΚ : ανάγονται σε κακούργημα οι πράξεις βασανιστηρίων που πραγματώνονται «με μέσα ή τρόπους συστηματικού βασανισμού». Η έννοια του «συστηματικός» αφορά στην μεθοδικότητα με την οποία τυχόν τελούνται οι πράξεις των βασανιστηρίων, πιο συγκεκριμένα είτε βάση ειδικής τεχνογνωσίας του θύτη είτε λόγω συστηματικότητας προς τη διάρκεια, την επανάληψη ή την εναλλαγή των μέσων, με αποτέλεσμα τη διάκριση από οιαδήποτε σποραδική ή τυχαία επιλογή θύματος.
Άρθρο 137Α παρ. 4 ΠΚ : προβλέπει σχετικά με τις πράξεις προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, εφόσον τελούνται από τα πρόσωπα και υπό τις συνθήκες των παρ. 1 και 2, αλλά δεν υπάγονται στην έννοια των βασανιστηρίων. Ειδικότερα, ως «σωματική κάκωση» χαρακτηρίζεται κάθε επενέργεια στο σώμα προσώπου με βλαπτική επίδραση στην υγεία του, ως «βλάβη της υγείας» χαρακτηρίζονται οι ασθένειες εσωτερικών ή εξωτερικών οργάνων, η πρόκληση παθολογικής κατάστασης στον οργανισμό, ως «κάθε άλλη σοβαρή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας» χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε πράξη, σωματική κάκωση, βλάβη υγείας, σωματική ή ψυχολογική βία τελείται υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις και συνθήκες, χωρίς όμως να υπάγεται στην έννοια των βασανιστηρίων. Ο νομοθέτης σε αυτή την παράγραφο θέτει ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης την «σοβαρή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», έννοια η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί σαφώς ορισμένη.
Άρθρο 137Α παρ. 6 ΠΚ : Στην εν λόγω παράγραφο δίνεται ο ορισμός των βασανιστηρίων και συγκεκριμένα γίνεται λόγος για δύο (2) μορφές βασανιστηρίων.
Η 1η μορφή περιλαμβάνει «κάθε εσκεμμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη». Κάθε πόνος που προκαλείται σε ένα πρόσωπο δεν θεωρείται βασανιστήριο, απαιτείται εσκεμμένη πρόκληση. Το υποκείμενο θα πρέπει με πρόθεση, ηθελημένα, έχοντας επιλέξει τη συγκεκριμένη συμπεριφορά (άμεσος δόλος α’ βαθμού) να προκαλέσει έντονο σωματικό πόνο. Η επιλογή του όρου «έντονο» δεν είναι τυχαία, τίθεται εν προκειμένω ως αξιολογικό στοιχείο, προκειμένου να αποκλειστεί ο ελαφρύς ή ασήμαντος πόνος, ο οποίος δεν προκαλεί ισχυρή επίδραση στις αισθήσεις. Αναφορικά με την σωματική εξάντληση, αυτή αναφέρεται στην σωματική κατάπτωση, η οποία απαιτείται περαιτέρω να είναι επικίνδυνη για την υγεία, υπό την έννοια ότι οδηγεί άμεσα σε βλάβη της υγείας του θύματος. Η επικινδυνότητα αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, εξ αυτού του λόγου θεωρείται έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να διαπιστωθεί ότι η σωματική εξάντληση είναι τέτοιας έντασης, ώστε εάν δεν ανακοπεί με οιοδήποτε τρόπο, να οδηγεί στη βλάβη της υγείας. Βασανιστήρια όμως δεν αποτελούν μόνο οι ενέργειες που προκαλούν σωματικό πόνο ή βλάβη, αλλά και όσες προκαλούν ψυχικό πόνο ικανό να προκαλέσει ψυχική βλάβη. Με τον όρο «ικανό» δηλώνεται η δυνατότητα επέλευσης κινδύνου ψυχικής βλάβης, θεμελιώνοντας έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης.
Η 2η μορφή αφορά «κάθε παράνομη χρησιμοποίηση χημικών, ναρκωτικών ή άλλων φυσικών ή τεχνικών μέσων με σκοπό να κάμψουν τη βούληση του παθόντος». Ως «ναρκωτικά» νοούνται οι ουσίες με διαφορετική χημική δομή και δράση, που επιδρούν στο νευρικό σύστημα. Ως «χημικά μέσα» νοούνται τα προϊόντα χημικών συνθέσεων, πολλά από τα οποία εντάσσονται στην έννοια των ναρκωτικών, ενώ ως άλλα φυσικά ή τεχνικά μέσα νοούνται κάθε μέσον που δύναται να επηρεάσει τις σωματικές ή ψυχικές λειτουργείες του προσώπου και δεν καλύπτονται από τις ανωτέρω έννοιες. Η χρήση των ως άνω μέσων προκαλεί βαρύτατη επίδραση πάνω στο άτομο, λόγω εκμηδένισης της βούλησής του και εξ αυτού του λόγου εξισώνεται με την 1η μορφή βασανιστηρίων, παρόλο που δεν προκαλείται ιδίας έντασης πόνος.
Η επιλογή της φράσης «με σκοπό» καταδεικνύει την πρόθεση του θύτη να προκαλέσει την κάμψη της βούλησης του παθόντος, με μέσα που είναι πρόσφορα και καθιστά το έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, ενώ αποκλείει την υπαγωγή περιπτώσεων που η χρήση γίνεται για θεραπευτικούς λόγους. Επιπροσθέτως, κομβικό ρόλο διαδραματίζει το παράνομο της χρήσης, καθώς αν η χρήση δεν έρχεται σε αντίθεση με την έννομη τάξη τότε δεν στοιχειοθετείται το ως άνω αδίκημα. Η έννοια του παρανόμου θεμελιώνεται στη μη ύπαρξη νόμιμου δικαιώματος ή υποχρέωσης βάση νόμου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Συνοπτική ερμηνεία ποινικού κώδικα – Μετά τις αλλαγές του Ν. 5090/2024, 3η Έκδοση, Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης, Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ