fbpx

Παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου

Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 252 Π.Κ. : « 1. Υπάλληλος που κατά παράβαση των καθηκόντων του γνωστοποιεί σε άλλον απόρρητα που του εμπιστεύθηκαν ή γνωρίζει λόγω της υπηρεσίας του, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Η παράβαση αυτή τιμωρείται και αν εκτελέστηκε μετά την αποχώρηση υπαλλήλου από την υπηρεσία.

  1. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και εκείνος που χρησιμοποιεί το υπηρεσιακό απόρρητο εν γνώσει της προσέλευσης του, με σκοπό να βλάψει το κράτος ή άλλον.
  2. Το υπηρεσιακό απόρρητο κατά το άρθρο αυτό αφορά έγγραφα ή πληροφορίες που με νόμο ή απόφαση της αρμόδιας αρχής έχουν χαρακτηριστεί εμπιστευτικά.»

Με το ν. 4619/2019 επήλθαν οι εξής ουσιώδεις αλλαγές στο άρθρο 252 ΠΚ :

α) ο υπάλληλος, που κατά παράβαση των καθηκόντων του γνωστοποιεί απόρρητα, τιμωρείται και όταν η παραβίαση συντελείται μετά την αποχώρηση του από την υπηρεσία.

β)  απαλείφθηκε η παρ. 2 που αφορούσε την παραβίαση του υπηρεσιακού απορρήτου από υπηρετούντες με οποιαδήποτε σχέση στο πολιτικό γραφείο του Πρωθυπουργού, των Υπουργών ή των Υφυπουργών.

γ) απαλείφθηκε το εδ. β’ της παρ. 3, που αφορούσε σε λόγο άρσης του αδίκου και συγκεκριμένα τη χρησιμοποίηση των απορρήτων, εντός του αναγκαίου μέτρου, που γίνεται για την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης.

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ

Αναφορικά με την αντικειμενική υπόσταση του αρ. 252 παρ. 1 ΠΚ απαιτείται : α) υπάλληλος, β) γνωστοποιεί απόρρητα σε άλλον, γ) που του εμπιστεύτηκαν ή γνωρίζει λόγω της υπηρεσίας του και δ) κατά παράβαση των καθηκόντων του

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ

Αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση της ως παραγράφου απαιτείται δόλος κάθε βαθμού ακόμα και ενδεχόμενος δόλος. Ειδικότερα, για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης απαιτείται η γνώση και η πρόθεση εκδήλωση της, του υπαιτίου, ότι γνωστοποιεί σε τρίτο κατά παράβαση των καθηκόντων του πληροφορία ή έγγραφο, το οποίο γνωρίζει μόνο λόγω της υπηρεσιακής του ιδιότητας ή που του έχουν εμπιστευθεί.

Δέον να αναφερθεί ότι με το ν. 4619/2019 εξαλείφθηκε το πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο σύμφωνα με το οποίο απαιτούνταν η αξιόποινη πράξη να κατατείνει στην επέλευση του σκοπού του δράστη, ήτοι να ωφεληθεί ο ίδιος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, γεγονός που επιφέρει σημαντική διεύρυνση του αξιοποίνου.

ΔΟΜΗ και ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Το προστατευόμενο έννομο αγαθό του άρθρου 252 ΠΚ είναι το «υπηρεσιακό απόρρητο», ως αυτοτελές συμφέρον της πολιτείας να διατηρούνται ορισμένες υπηρεσιακές ενέργειες ή έγγραφα μυστικά προκειμένου να επιτυγχάνεται η απρόσκοπτη και ομαλή λειτουργία της Διοικήσεως. Η ανάγκη για τήρηση εχεμύθειας υφίσταται όχι μόνο για λόγους τήρησης της υπαλληλικής δεοντολογίας αλλά κυρίως για την αποφυγή πλήξης συγκεκριμένων συμφερόντων του Δημοσίου.

α) Υπάλληλος : το ενεργητικό υποκείμενο του εν λόγω εγκλήματος καθίσταται αναγκαίο να έχει υπαλληλική ιδιότητα (γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα), υπό το πρίσμα του άρθρου 13 ΠΚ στ. α’ : «Υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου». Απαιτείται δηλαδή η νόμιμη ανάθεση άσκησης υπηρεσίας και υφιστάμενη ιδιότητα του υπαλλήλου κατά το χρόνο γνώσης του απορρήτου, χωρίς να είναι απαραίτητη, για το αξιόποινο της πράξης, η ύπαρξη αυτής και κατά το χρόνο που αυτός προβαίνει στη γνωστοποίηση, σύμφωνα με την παρ. 1 εδ. β.

β) Γνωστοποίηση απορρήτων σε άλλον:  ως «γνωστοποίηση» νοείται η ανακοίνωση – αποκάλυψη πληροφοριών, που δύναται να συντελείται με οιοδήποτε τρόπο, ήτοι πράξη ή παράλειψη. Η γνωστοποίηση απαιτείται να γίνεται σε τρίτο πρόσωπο. Με τον όρο «τρίτο» εννοείται κάθε πρόσωπο, ασχέτως ιδιότητας, το οποίο δεν έπρεπε να λάβει γνώση του υπηρεσιακού απορρήτου. Προκειμένου να ολοκληρωθεί το έγκλημα δεν αρκεί μόνο να λάβει γνώση του απορρήτου ο τρίτος, αλλά πρέπει και να το κατανοήσει. Ακόμα και στην περίπτωση, που η γνωστοποίηση γίνεται εμπιστευτικώς, δεν εξαλείφεται ο αξιόποινος χαρακτήρας της. Ωστόσο, το αδίκημα δεν στοιχειοθετείται στην περίπτωση κατά την οποία ο τρίτος γνώριζε ήδη, προ της γνωστοποίησης, το απόρρητο.

Ως «απόρρητα» νοούνται σύμφωνα με τον ορισμό της παρ. 3, οι πληροφορίες, οι ειδήσεις δηλαδή που αφορούν πραγματικά περιστατικά κι άπτονται του παρόντος ή του παρελθόντος και «έγγραφα» υπό το πρίσμα του άρθρου 13 ΠΚ στ. γ’ : «Έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός. Έγγραφο είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή αναπαραγωγή στοιχείων που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία».

Καθίσταται σαφές ότι απόρρητο δεν είναι κάθε πληροφορία ή κάθε έγγραφο της υπηρεσίας αλλά σύμφωνα με την παρ. 3 μόνο όσα λόγω της ειδικής τους φύσης έχουν χαρακτηριστεί ως εμπιστευτικά είτε βάσει νόμου είτε βάσει απόφασης της αρμόδιας αρχής. Ο ορισμός που ενσωματώθηκε στην ως άνω παράγραφο δεν αποτελεί ποιοτικό κριτήριο, αντιθέτως μεταθέτει το βάρος οριοθέτησης είτε στο νομοθέτη είτε στην αρμόδια αρχή, όπου αρμόδια αρχή νοείται η υπηρεσία από την οποία προέρχεται η πληροφορία ή το έγγραφο. Όπως προκύπτει ο χαρακτηρισμός της πληροφορίας ή του εγγράφου ως απορρήτου απαιτείται να προηγείται της αξιόποινης πράξης της γνωστοποίησης, ώστε να είναι σαφές στον δράστη ότι παραβιάζει το υπηρεσιακό απόρρητο.

γ)  Του εμπιστεύθηκαν ή γνωρίζει λόγω της υπηρεσίας του : Τα ως άνω απόρρητα θα πρέπει ο υπαίτιος είτε να τα γνωρίζει λόγω της εκτέλεσης των καθηκόντων του είτε να του τα εμπιστεύθηκαν. Εν τοις πράγμασι σημαίνει ότι ο παραβάτης είτε  έχει στην κατοχή του είτε δύναται να έχει φυσική εξουσίαση επί των εγγράφων εξαιτίας της υπαλληλικής του ιδιότητας. Σημειώνεται ότι από την διάταξη αποκλείονται τα έγγραφα τα οποία είναι προσιτά στον υπαίτιο με την έννοια ότι μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτά με αξιόποινες πράξεις. Επιπλέον, ο συντάκτης του απόρρητου εγγράφου είναι αδιάφορος, δύναται να είναι και ο ίδιος ο δράστης.

δ) Κατά παράβαση των καθηκόντων του : η γνωστοποίηση που συντελείται θα πρέπει να αντίκειται προς το υπηρεσιακό του καθήκον, το οποίο και του επιβάλλει την τήρηση εχεμύθειας.

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ

Αναφορικά με την αντικειμενική υπόσταση του αρ. 252 παρ. 2 ΠΚ :

Όπως ήδη έχει λεχθεί το προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι το υπηρεσιακό απόρρητο. Η παρ. 2 έχει ως στόχο την προστασία του από καθέναν, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή στο πρόσωπό του της υπαλληλικής ιδιότητας («εκείνος»). Ο νομοθέτης έκρινε αναγκαία την ύπαρξη διάταξης για την προστασία του υπηρεσιακού απορρήτου από άτομα, που δεν είναι υπάλληλοι, αλλά κατά κάποιο έλαβαν γνώση απόρρητων υπηρεσιακών πληροφοριών ή εγγράφων και προέβησαν στη χρήση αυτών. Πρόκειται δηλαδή για την στοιχειοθέτηση κοινού εγκλήματος. 

Το έγκλημα για να είναι ολοκληρωμένο απαιτείται πέραν της χρήσης του υπηρεσιακού απορρήτου προς γνώση του τρίτου και η κατανόηση του από αυτόν. Έτσι, στην περίπτωση που ο τρίτος δεν κατανοήσει ή δεν παραλάβει το απόρρητο έγγραφο, αν του εστάλη, τότε έχουμε αξιόποινη απόπειρα τέλεσης (άρθρο 42 ΠΚ).

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ

Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος και αποκλείεται ο ενδεχόμενος, διότι η τέλεση του γίνεται εν γνώση (άρθρο 27 παρ. 2). Περαιτέρω απαξία στην πράξη προσδίδεται με το πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο κατά το οποίο ο υπαίτιος προβαίνει στην τέλεση του αδικήματος με σκοπό να βλάψει το κράτος ή άλλον. Η βλάβη μπορεί να είναι τόσο περιουσιακή όσο και ηθική, ενώ δεν στοιχειοθετείται αν ο δράστης προβαίνει στην αξιόποινη πράξη με σκοπό την ωφέλεια προς τον εαυτό του χωρίς την πρόκληση βλάβης σε τρίτο.  Τεκμηριώνεται λοιπόν έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης.

Απόπειρα στοιχειοθετείται και στην περίπτωση που έχει ολοκληρωθεί η γνωστοποίηση και ενώ ο δράστης είχε πρόθεση να επέλθει το αποτέλεσμα, ήτοι η βλάβη τρίτου, δεν επήλθε.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης, Καθηγητής ΔΠΘ, Ο Νέος Ποινικός Κώδικας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν. 4619/2019, Τόμος Δεύτερος (Άρθρα 235-469)

Αθήνα: ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ. 1812 κ. επ.

  • Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης, Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ, Συνοπτική ερμηνεία Ποινικού Κώδικα – Μετά τις αλλαγές του Ν 5090/2024. Αθήνα: ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 3η έκδοση, σελ. 404 κ. επ.

 

Σχετικά Άρθρα

Καλέστε μας