Στο κεφάλαιο 23ο τυποποιούνται τα εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών και συγκεκριμένα στο υποκεφάλαιο II, τα εγκλήματα κατά της περιουσίας. Στο ά. 385 ΠΚ θεμελιώνεται το αδίκημα της εκβίασης, ως εξής :
«1. Όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή τρίτος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει άλλον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή.
- Αν η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, τελέστηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής τιμωρείται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 380 ΠΚ.
- Η εκβίαση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του λειτουργήματος ή άλλης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτον. Αν την παραπάνω πράξη τέλεσε πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατ’ επάγγελμα, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.»
Η εν λόγω διάταξη έχει ως στόχο την προστασία ως εννόμου αγαθού τόσο της περιουσίας όσο και του δικαιώματος σχηματισμού ελεύθερης βούλησης. Πρόκειται για έγκλημα κοινό, υπερχειλούς υποκειμενικούς υπόστασης και υπαλλακτικώς μικτό, ενώ προϋποθέτει την ύπαρξη επικοινωνίας μεταξύ δράστη και εξαναγκαζόμενου. Το έγκλημα θεωρείται τετελεσμένο με την επέλευση της περιουσιακής ζημίας, η επίτευξη του περιουσιακού οφέλους είναι αδιάφορη.
Αναφορικά με το α. 385 παρ. 1 ΠΚ
Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης απαιτείται εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή αποχή, η οποία είναι βλαπτική για τον ίδιο ή τρίτο και πραγματώνεται μέσω βίας ή απειλής, ικανή να αποκλείσει την αυτόβουλη κρίση και απόφαση του θύματος.
Εξαναγκασμός : πρόκειται για τη μη ηθελημένη συμπεριφορά του δράστη στην οποία επιβάλλεται εξαναγκαστικά από το δράστη. Επιτυγχάνεται με την άσκηση βίας ή απειλής, λόγω της οποίας το θύμα περιέρχεται σε κατάσταση τρόμου ή ανησυχίας. Σε περίπτωση που δεν αισθανθεί φόβο ή ταραχή δεν υπάρχει τετελεσμένο έγκλημα, αλλά θα πρόκειται για απόπειρα.
Πράξη, παράλειψη ή ανοχή : ως πράξη νοείται η ενέργεια στην οποία προβαίνει το θύμα βλάπτοντας την ιδία περιουσία του ή άλλου και στην οποία πράξη δεν θα προέβαινε αν δεν εξαναγκαζόταν, ως παράλειψη νοείται η αδράνεια, στην οποία εξαναγκάζεται το θύμα,. εξαιτίας της οποίας επέρχεται ζημία της περιουσίας αυτού ή τρίτου και ως ανοχή νοείται η κατάσταση κατά την οποία το θύμα υπομένει μια κατάσταση ή συμπεριφορά του δράστη, την οποία ελλείψει του εξαναγκασμού δεν θα υπέμενε. Πρόκειται για δήλωση υποταγής του θύματος στη διάθεση του δράστη.
Βία ή απειλή : πρόκειται για μέσα τα οποία μετέρχεται ο απειλών με σκοπό την κάμψη της βούλησης του εξαναγκαζόμενου, ώστε να οδηγηθεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η απειλή μπορεί να είναι ρητή ή άμεση, να είναι διατυπωμένη προφορικώς ή εγγράφως ή και εμμέσως ακόμα και σιωπηρή, συναγόμενη από την συμπεριφορά και στάση του δράστη. Αδιάφορο αν είχε αποφασίσει να πραγματοποιήσει την απειλή ή αν ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι, αρκεί να επιθυμούσε να εκληφθεί η απειλή του ως σοβαρή και εξαερτώμενη από αυτόν, ικανή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποστερήσει από τον εξαναγκαζόμενο το δικαίωμα σχηματισμού ελεύθερης βούλησης. Το εξαγγελόμενο κακό, δηλαδή, απαιτείται να βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής του δράστη, είτε να μπορεί ο ίδιος είτε άλλος, υπό τον έλεγχο του δράστη, να το πραγματοποιήσει.
Η απειλή δεν εξετάζεται αφηρημένα, αντιθέτως εξετάζεται με γνώμονα αν απέκλεισε την αυτοπροαίρετη βούληση του συγκεκριμένου επαπειλούμενου. Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η απειλή θα πρέπει να είναι αντικειμενικά πρόσφορη να προκαλέσει φόβο στον μέσο συνετό άνθρωπο, εκτός από την περίπτωση που πρόκειται για άτομα, με ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση, όποτε σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να το κρίνει ad hoc το δικαστήριο. Αυτή η εξαίρεση γίνεται δεκτή, προκειμένου να επιτευχθεί η προστασία των ευάλωτων ατόμων. Επιπλέον, η απειλή μπορεί να στρέφεται κατά οποιουδήποτε εννόμου αγαθού του απειλούμενου, ενώ αντικείμενό της μπορούν να είναι και έτερα του επαπειλούμενου, προσφιλή σε αυτόν πρόσωπα.
Επαπειλούμενη ενέργεια : δεν απαιτείται να είναι παράνομη, διότι η απειλή δεν συνίσταται απαραιτήτως στην εξαγγελία παράνομου κακού, αλλά στην απειλή αυτή καθ’ αυτή, η οποία έχει ως στόχο την κάμψη της θέλησης του εξαναγκαζόμενου. Μπορεί, λοιπόν, να επιτευχθεί ακόμα και στην περίπτωση που ο απειλών ισχυρίζεται ότι θα ενασκήσει δικαίωμα του, το οποίο νομίμως όντως του παρέχεται η δυνατότητα να το ασκήσει ή θα απόσχει από την εκπλήρωση υποχρέωσης του.
Ζημία : θεωρείται η χειροτέρευση της περιουσιακής κατάστασης του εξαναγκαζόμενου ή τρίτου. Υποστηρίζεται η άποψη ότι αντικείμενα που δεν είναι προστατευόμενα από το νόμο δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εκβίασης (π.χ. απειλή καταγγελία για διακίνηση ναρκωτικών, αν δεν του δώσει τη μισή ποσότητα). Το παράνομο περιουσιακό όφελος του απειλούντος πρέπει να απορρέει από την περιουσιακή ζημία.
Αιτιώδης σύνδεσμος : απαιτείται μεταξύ των ανωτέρω στοιχείων να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια, ήτοι η βία ή απειλεί να προκάλεσε αιτιωδώς τρόμο ή ανησυχία, ο οποίος εξαιτίας αυτού να προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία αιτιωδώς να προκαλείται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή τρίτου.
Τριγωνική εκβίαση : η ζημία της περιουσίας δεν απαιτείται να επέρχεται εις βάρος του εξαναγκαζόμενου, μπορεί να αφορά ακόμα και σε περιουσία τρίτου. Αρκεί ο εξαναγκαζόμενος λόγω της συγκεκριμένης κατάστασης να μπορεί να προβεί σε ενέργεια επιζήμια πράξη, παράλειψη για τον βλαπτόμενο.
Αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος, σχετικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, καθώς και τη θέληση πλήρωσης αυτής. Επιπρόσθετα, απαιτείται σκοπός του δράστη για παράνομο περιουσιακό όφελος, εξ αυτού του λόγου πρόκειται για έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης, ανεξάρτητα από την επίτευξη ή μη του οφέλους. Ως παράνομο περιουσιακό όφελος νοείται η γνώση του δράστη ότι το όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαίτησης του.
Αναφορικά με το α. 385 παρ. 2 ΠΚ
Πρόκειται για ληστοειδή εκβίαση η οποία πραγματώνεται όπως και η εκβίαση της παρ. 1, όμως εν προκειμένω ο δράστης μετέρχεται τη χρήση σωματικής βίας ή απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής.
Σωματική βία : αφορά την περίπτωση που επενεργεί στο σώμα του θύματος άμεσα και καταβάλλει την όποια αντίστασή του.
Απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής : πρόκειται για εκείνες τις περιπτώσεις, όπου η εξαγγελία κακού απειλείται να επακολουθήσει αμέσως, εφόσον το θύμα δεν υποκύψει στη θέληση του δράστη. Απαιτείται λοιπόν η απειλή να είναι άμεσα πραγματοποιήσιμη, υπό την έννοια ότι μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή, ενώ κατά τα λοιπά ισχύουν τα όσα εκτέθηκαν ανωτέρω.
Για την υποκειμενική υπόσταση απαιτείται επίσης δόλος και σκοπός παράνομου περιουσιακού οφέλους, το οποίο θα πρέπει να βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με την περιουσιακή ζημία.
Αναφορικά με το α. 385 παρ. 3 ΠΚ
Στην συγκεκριμένη παράγραφο τυποποιείται διακεκριμένη μορφή εκβίασης. Ειδικότερα, εκβίαση επιχειρήσεων τελεί όποιος έχοντας ως στόχο το παράνομο περιουσιακό όφελος για τον ίδιο ή τρίτο, μετέρχεται βία ή απειλή στεφόμενη κατά της επιχείρησης, του επαγγέλματος, λειτουργήματος ή άλλης δραστηριότητας του επαπειλούμενου εξαναγκάζοντας τον σε πράξη, παράλειψη ή απειλή βλαπτική για την περιουσία του ιδίου ή τρίτου, καθώς και όποιος έχοντας ως στόχο το παράνομο περιουσιακό όφελος για τον ίδιο ή τρίτο επαπειλεί με βία ή απειλή εξαγγέλλοντας κάποιο κακό, ενώ παράλληλα προσφέρεται να παράσχει ή παρέχει προστασία, προκειμένου να αποφευχθεί το εξαγγελλόμενο κακό.
Επιχείρηση, επάγγελμα, λειτούργημα ή άλλη δραστηριότητα : ως επιχείρηση σύμφωνα με τα α. 479, 959 ΑΚ και 483 ΚΠολΔ νοείται το σύνολο πραγμάτων, δικαιωμάτων, καταστάσεων που έχουν την οργάνωση επιχειρηματικής οντότητας και αποβλέπουν σε κερδοσκοπία, ως επάγγελμα νοείται κάθε δραστηριότητα με σκοπό τον βιοπορισμό, ενώ ως λειτούργημα νοείται κάθε δραστηριότητα με κοινωνικό αντίκτυπο. Τέλος, ως άλλη δραστηριότητα νοείται κάθε κοινωνικά αναγνωρισμένη δραστηριότητα, η οποία δεν έχει ως στόχο απαραίτητα την κερδοσκοπία, ωστόσο χρειάζεται να χαρακτηρίζεται από μονιμότητα και σταθερότητα. Δραστηριότητες οι οποίες αντίκεινται στο νόμο εκφεύγουν του πεδίου προστασίας.
Βλάβη επιχείρησης : νοείται αφενός η χρηματική ζημία και αφετέρου η ηθική ζημία, η οποία καταρχήν δεν είναι αποτιμητή, ωστόσο δύναται να εξελιχθεί σε περιουσιακή ζημία.
Παροχή ή προσφορά παροχής προστασίας : πρόκειται για συγκαλυμμένη απειλή. Αρκεί και απλή προσφορά του δράστη δεν απαιτείται παροχή, ενώ η προσφορά πρέπει να εκληφθεί από τον εξαναγκαζόμενο ως σοβαρή με σκοπό την κάμψη της βούλησής του. Μόνο η γνωστοποίηση της προσφοράς δεν αρκεί για την τέλεση του αδικήματος, απαιτείται το θύμα να αποδεχτεί και να οδηγήσει σε περιουσιακή ζημία αυτού ή τρίτου.
Κατ’ επάγγελμα : όπως ορίζεται στο ά. 13 στ. ε ΠΚ «Κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο υπαίτιος με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του υπαιτίου για πορισμό εισοδήματος.». Συνίσταται στην πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης του αδικήματος, με σκοπό να προσπορίσει εισόδημα. Ακόμα κι αν τελεί την πράξη για πρώτη φορά, δύναται να θεωρεί κατ’ επάγγελμα, εφόσον προκύπτει ότι δεν προβαίνει σε αυτή ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, έχοντας υποδομή και οργανωμένη ετοιμότητα, ώστε να υφίσταται πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Νέος Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν. 4619/2019, Τόμος Δεύτερος (Άρθρα 235-469), Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης, Καθηγητής ΔΠΘ, Νομική Βιβλιοθήκη 2021
Συνοπτική ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, Μετά τις αλλαγές του Ν. 5090/2024, 3η έκδοση, Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης, Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ, Νομική βιβλιοθήκη 2024