Το Αθλητικό Ποινικό Δίκαιο περιλαμβάνει ποινικά αδικήματα που αφορούν στην εκδήλωση της παράνομης βίας στους αθλητικούς χώρους, το φαινόμενο του doping των αθλητών, αλλά και άλλες αξιόποινες πράξεις ιδιαίτερης κοινωνικοηθικής απαξίας, οι οποίες συσχετίζονται με αθλητικά γεγονότα, όπως η προσβολή αθλητικών συμβόλων.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι η παράνομη βία σε αθλητικές εγκαταστάσεις διαφοροποιείται από την αυτήν που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια αθλητικών αγώνων και μεταξύ των αθλητικών παραγόντων, όπως οι αθλητικές, ο διαιτητής, οι προπονητές κτλ. Ως προς τους αθλητικούς παράγοντες λεκτέον ότι επιβάλλονται τόσο πειθαρχικές ποινές, όσο και ποινές για την τέλεση αδικημάτων του κοινού ποινικού δικαίου, όπως για εκβίαση, ελαφρά ή βαριά σωματική βλάβη.
Παράνομη βία στους αθλητικούς χώρους – Οπαδική βία
Για την αντιμετώπιση του φαινομένου της αθλητικής – οπαδικής βίας προβλέπεται η επιβολή ποινικών ποινών, ενώ για την πρόληψη και την καταστολή αυτής έχουν θεσπιστεί και διοικητικής φύσεως μέτρα.
Ως προς την ποινική μεταχείριση του ζητήματος θεμελιώδη ρύθμιση συνιστά ο ν. 2725/1999, όπως αυτός ισχύει σήμερα και δη οι ρυθμίσεις των άρθρων 41 έως 41 Ζ αυτού.
Ειδικότερα, στο άρθρο 41ΣΤ του ν.2725/1999 προβλέπονται τα αδικήματα που συνδέονται με την εκδήλωση βίας επ’ αφορμής αθλητικής εκδήλωσης. Κατά τα οριζόμενα σε αυτό: « 1.Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή, εκτός εάν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη, τιμωρείται όποιος εκ προθέσεως μέσα σε αθλητικές εγκαταστάσεις ή στον αμέσως περιβάλλοντα χώρο τους ή στις βοηθητικές εγκαταστάσεις ή στους χώρους προσέλευσης και στάθμευσης, κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης:
α) ρίχνει προς τον αγωνιστικό χώρο ή εναντίον άλλου οποιοδήποτε αντικείμενο, που μπορεί να προκαλέσει έστω και ελαφρά σωματική βλάβη,
β) βιαιοπραγεί κατά άλλου, ανεξάρτητα εάν από τη βιαιοπραγία επήλθε σωματική βλάβη, ή εκτοξεύει απειλές κατά προσώπου, το οποίο σύμφωνα με τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας αναγράφεται στο φύλλο αγώνα,
γ) κατέχει ή χρησιμοποιεί αντικείμενα που μπορούν να προκαλέσουν σωματικές βλάβες,
δ) κατέχει ή χρησιμοποιεί βεγγαλικά, καπνογόνα, κροτίδες και γενικά εύφλεκτες ύλες,
ε) εισέρχεται και παραμένει σε αθλητική εγκατάσταση κατά τη διεξαγωγή αθλητικής συνάντησης έχοντας καλυμμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του, με σκοπό να παρεμποδίσει την ανίχνευση και καταγραφή του από τις συσκευές καταγραφής εικόνας, που προβλέπονται στις παρ. 14 και 15 του άρθρου 41Δ.
- 2.Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή, εκτός εάν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη, τιμωρείται όποιος:
α) χωρίς δικαίωμα από τον νόμο ή τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας ή υπερβαίνοντας το δικαίωμά του αυτό, εισέρχεται με σκοπό τη διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής του αγώνα ή την πρόκληση επεισοδίων, κατά τη διάρκεια αθλητικής συνάντησης ή αμέσως πριν από την έναρξη ή αμέσως μετά τη λήξη της, στον αγωνιστικό χώρο ή στον χώρο των αποδυτηρίων των αθλητών και των διαιτητών ή στους διαδρόμους που συνδέουν τους ανωτέρω χώρους,
β) τελεί κάποια από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου με αφορμή μία αθλητική εκδήλωση πριν από την έναρξη ή μετά τη λήξη της ή μακριά από τον χώρο που προορίζεται για την εκδήλωση αυτήν,
γ) απευθύνει ατομικά ή ως μέλος ομάδας σε τρίτους εκφράσεις που προσβάλλουν την εθνική ταυτότητα των προσώπων αυτών ή είναι ρατσιστικού περιεχομένου ή προσβάλλει τον εθνικό ύμνο, τα ολυμπιακά σύμβολα ή τους ολυμπιακούς αγώνες.».
Στην §3 του άρθρου 41ΣΤ του ν.2725/1999 προβλέπεται επιβαρυντική περίσταση για τα αδικήματα που στοιχειοθετούνται στις §1,2 κατά την οποία «Αν οι πράξεις τελέστηκαν υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι ο δράστης είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για την ομαλή τέλεση των αθλητικών εκδηλώσεων, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών, εκτός εάν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη», με τον δράστη να χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα επικίνδυνος ιδίως όταν «αποδεικνύεται ότι έχει τελέσει στο παρελθόν αδικήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις ή με αφορμή αντιπαλότητα μεταξύ οπαδών αθλητικών ομάδων ή συμμετέχει στην τέλεση των πράξεων έχοντας αρχηγικό ρόλο ή ενήργησε βάσει οργανωμένου εγκληματικού σχεδίου ή προξένησε σημαντικής έκτασης φθορές ή βλάβες σε έννομα αγαθά τρίτων».
Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι η τέλεση των εγκλημάτων της διέγερσης σε ανυπακοή (183 Π.Κ.), της διέγερσης σε διάπραξη εγκλημάτων, βιαιοπραγίες ή διχόνοια (184 Π.Κ.), της διατάραξης της κοινής ειρήνης (189 Π.Κ.), της απειλής διάπραξης εγκλημάτων (190 Π.Κ.), της έκρηξης (περ. α΄ παρ. 1 του άρθρου 270 Π.Κ.), της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών και εμπρηστικών υλών (παρ. 1 άρθρου 272 Π.Κ.) της παρακώλυσης συγκοινωνιών (292 Π.Κ.), της σωματικής βλάβης (308 Π.Κ.), της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (άρθρο 309 Π.Κ.), της βαριάς σωματικής βλάβης (εδάφιο πρώτο της παρ. 1 του άρθρου 310 Π.Κ.) της συμπλοκής (313 Π.Κ.), της παράνομης βίας (άρθρο 330 Π.Κ.), της απειλής (333 Π.Κ.), της διατάραξης οικιακής ειρήνης (334 Π.Κ.), της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας (337 Π.Κ.), της προσβολής γενετήσιας ευπρέπειας (άρθρο 353 Π.Κ.), της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας (378 Π.Κ.) και της εκβίασης (παρ. 1 και πρώτο εδάφιο παρ. 3 του άρθρου 385 Π.Κ.), καθώς και κάθε αξιόποινης πράξης που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, κατά τις περιπτώσεις που επέρχεται η επέλευση των προϋποθέσεων των §1 και §2 του ως άνω άρθρου, τότε λαμβάνεται υπόψιν ως ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση και η επιβαλλόμενη ποινή μπορεί να ξεπεράσει το ανώτατο όριο που προβλέπεται γι’ αυτά στον Ποινικό Κώδικα και να φτάσει στο ανώτατο όριο του είδους της ποινής. Μάλιστα, έτερες επιβαρυντικές περιστάσεις συνιστούν και οι ακόλουθες περιπτώσεις: α) το ότι ο δράστης κατά την τέλεση των πιο πάνω πράξεων χρησιμοποίησε όπλο ή κάθε άλλου είδους μέσο, ικανό και πρόσφορο να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα τρίτων, β) το ότι από τη βαρύτητα της πράξης, τη βιαιότητα κατά την τέλεσή της, τις περιστάσεις αυξημένης επικινδυνότητας για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπων, τα αίτια που ώθησαν τον δράστη σε αυτήν και τη σοβαρή διασάλευση της δημόσιας τάξης, προκύπτει αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον, γ) το ότι ο δράστης εκδήλωσε ρατσιστική συμπεριφορά, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 82Α Π.Κ.
Περαιτέρω, ως αδίκημα τυποποιείται και η ακόλουθη συμπεριφορά: «Όποιος παροτρύνει, υποκινεί, ενθαρρύνει ή διευκολύνει με οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως, δημόσια ή δια του έντυπου ή ηλεκτρονικού τύπου ή του διαδικτύου μεμονωμένα άτομα ή οργανωμένες ομάδες προσώπων για να διαπράξουν αδικήματα του παρόντος άρθρου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή».
Σημειωτέων ότι από δικονομικής απόψεως για την επιβληθείσα ποινή για τις ως άνω πράξεις απαγορεύεται η οποιαδήποτε μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, καθώς και η αναστολή εκτέλεσης αυτής σύμφωνα με τα άρθρα 99 επ. ΠΚ. Μάλιστα, σε περίπτωση καταδίκης για πράξεις που προβλέπονται στον ως άνω νόμο, το Δικαστήριο επιβάλλει υποχρεωτικά και για χρονικό διάστημα δύο (2) έως πέντε (5) ετών στον δράστη απαγόρευση προσέλευσης και παρακολούθησης όλων των αθλητικών εκδηλώσεων, αδιακρίτως αθλήματος, ακόμη και εκείνων που διεξάγονται εκτός της Ελληνικής Επικράτειας, στις οποίες μετέχει ομάδα, σε αγώνα της οποίας ή με αφορμή αγώνα της οποίας τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Για την εκτέλεση της παρεπόμενης ποινής το Δικαστήριο διατάσσει τον δράστη να εμφανίζεται στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του ή διαμονής του πριν από την έναρξη της αθλητικής συνάντησης και να παραμένει σε αυτό ή σε χώρο άμεσης εποπτείας της αστυνομικής αρχής, δύο ώρες πριν από την έναρξη της έως δύο ώρες μετά από τη λήξη της.
Ποινική αντιμετώπιση του φαινομένου ντόπινγκ των αθλητών
Στο άρθρο 128 Θ του ν. 2725/1999 ορίζεται ότι «Όποιος χορηγεί σε αθλητή φυσική ή χημική ουσία ή βιολογικό ή βιοτεχνολογικό υλικό ή εφαρμόζει σε αυτόν μέθοδο που απαγορεύεται από την κοινή απόφαση του άρθρου 128Γ` του παρόντος, με σκοπό τη βελτίωση της αγωνιστικής του διάθεσης, ικανότητας και απόδοσης του, κατά τη διάρκεια αθλητικών αγώνων ή εν όψει της συμμετοχής του σε αυτούς, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) έως πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη. Η επιβολή μόνο της χρηματικής ποινής με την παραδοχή ελαφρυντικών περιστάσεων αποκλείεται. Σε αυτόν που καταδικάστηκε επιβάλλεται και η απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος σχετικού με τον αθλητισμό. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, εάν ο υπαίτιος διαπράττει τις ανωτέρω πράξεις είτε κατ` επάγγελμα είτε με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη», με τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως κατά την περίπτωση που ο αθλητής είναι ανήλικο πρόσωπο να επιβάλλει ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα (10) ετών και ισόβια στέρηση της άδειας άσκησης σχετικού με τον αθλητισμό επαγγέλματος, ανεξάρτητα από το μέγεθος της ποινής που επιβλήθηκε. Σημειωτέον ότι εν προκειμένω δεν υφίσταται η δικονομική δυνατότητα μετατροπής της επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής.
Τέλος, στην προκείμενη περίπτωση ποινικοποιείται και η ακόλουθη συμπεριφορά: «Αθλητής που χρησιμοποιεί φυσική ή χημική ουσία ή βιολογικό ή βιοτεχνολογικό υλικό ή επιτρέπει την εφαρμογή σε αυτόν μεθόδου που απαγορεύεται από την κοινή απόφαση του άρθρου 128Γ` του παρόντος, με σκοπό τη βελτίωση της αγωνιστικής του διάθεσης, ικανότητας και απόδοσης του, κατά τη διάρκεια αθλητικών αγώνων ή εν όψει της συμμετοχής του σε αυτούς, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Χ, Σταμέλος. 2023. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΥ. Αθήνα: ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ