fbpx

Υπεξαίρεση Άρθρο 375 ΠΚ

Υπεξαίρεση κατ’ α. 375 ΠΚ

Στο 23ο κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα προστατεύεται το έννομο αγαθό της ιδιοκτησίας, δηλαδή η πραγματική σχέση – κυριότητα – του ατόμου ή του κοινωνικού συνόλου με το πράγμα, η οποία συνίσταται στη δυνατότητα απόλυτης εξουσίασης και διάθεσής του, ενώ δε συνιστά απαραίτητο στοιχείο η πρόθεση περιουσιακής ωφέλειας του δράστη (animus lucri faciendi), αλλ’ ούτε η βλάβη της περιουσίας του παθόντος.

Υποθέσεις Υπεξαίρεσης που ανέλαβε το Δικηγορικό μας γραφείο

Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ κλοπής και υπεξαιρέσεως

Όπως ορίζεται στο α. 375 ΠΚ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υπεξαίρεση», «Όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή.», με προστατευόμενο αγαθό να είναι η ιδιοκτησία, δηλαδή η κυριότητα. Σε αντίθεση με την κλοπή του α. 372 ΠΚ, εδώ δεν προσβάλλεται το εμπράγματο δικαίωμα της κατοχής στο πράγμα, καθότι ο δράστης είναι ήδη ο κάτοχος του πράγματος που ιδιοποιείται,  αλλά της κυριότητας, καθώς, ενώ στην κλοπή ο δράστης αφαιρεί το ξένο (ολικά ή μερικά) πράγμα από την κατοχή άλλου προσώπου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, στην υπεξαίρεση το πράγμα βρίσκεται ήδη στην κατοχή του δράστη και ο τελευταίος το ιδιοποιείται με την τέλεση πράξεων που μόνον ο νόμιμος κύριος ή νομέας αυτού επιτρέπεται να επιχειρεί.

Το έγκλημα της υπεξαίρεσης κατ’ ουσίαν αποτελεί την ουσιαστική αποπεράτωση της κλοπής, τιμωρώντας την οριστική αποστέρηση του πράγματος για τον ιδιοκτήτη του, καθώς μετατρέπεται η ήδη δεδομένη σε αυτόν κατοχή σε ιδιοποίηση, καθότι ενώ στην κλοπή η παράνομη ιδιοποίηση αποτελούσα το σκοπό του δράστη ανήκει στα στοιχεία της υποκειμενικής υπόστασης του δράστη, στην υπεξαίρεση η παράνομη ιδιοποίηση ανήκει στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος συνιστώντας την εγκληματική πράξη του δράστη.  Θα πρέπει δε να αναφερθεί ότι η υπεξαίρεση ανάλογα με την ποινή που απειλείται από το νόμο κατά περίπτωση διαβαθμίζεται στην πλημμεληματική και στην κακουργηματική της μορφή.

Αντικατάσταση προσωρινής κράτησης ανηλίκου με περιοριστικούς όρους

 Η κοινή πλημμεληματική υπεξαίρεση της §1 και §4 του α. 375 ΠΚ Αντικειμενική υπόσταση του α. 375 ΠΚ

Ως προς την πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως της υπεξαίρεσης απαιτείται (α) η παράνομη ιδιοποίηση (β) ξένου κινητού πράγματος, (γ) ευρισκόμενου στην κατοχή του δράστη. Ειδικότερα, ως κινητό πράγμα νοείται αυτό που χαρακτηρίζεται κατά την κοινή και φυσική αντίληψη ως κινητό, ανεξαρτήτως από την έννοια του κινητού πράγματος στον ΑΚ κατά πάγια νομολογία (ΑΠ 1169/2017, ΑΠ 931/2014, δημοσίευση ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1420/2007 ΠΧ ΝΗ 425, ΑΠ 311/2005 ΠΧ ΝΕ 970). Θα πρέπει δε να υπογραμμισθεί ότι το έγκλημα της υπεξαιρέσεως στρέφεται κατά της ιδιοκτησίας, με την ύπαρξη ή μη οικονομικής αξίας του κινητού να είναι αδιάφορη, επιτρέποντας έτσι να μπορεί να νοηθεί υπεξαίρεση διαθήκης, επιδοτηρίων, ταυτοτήτων, πιστωτικών καρτών κλπ (ΑΠ 1144/1998 ΠΧ ΜΘ 662).

Κατ’ ορθότερη μάλιστα άποψη αντικείμενο ιδιοποίησης αποτελεί όχι μόνο η υλική υπόσταση του πράγματος, αλλά και η οικονομική του αξία («ενωτική θεωρία»). Περαιτέρω, ως ξένο νοείται το κινητό που βρίσκεται σε ξένη, εν όλω ή εν μέρει, σε σχέση με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στο Αστικό Δίκαιο, και δεν έχει περιέλθει στην κατοχή του δράστη με κάποια νόμιμη μεταβιβαστική πράξη (ΑΠ 96/2017, ΑΠ 464/2017, ΑΠ 931/2014, ΑΠ 61/2012, δημοσίευση ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1658/2011 δημοσίευση ΤΝΠ ΔΣΑ). Είναι δε δυνατόν το υπεξαιρεθέν να ανήκει σε άγνωστο ιδιοκτήτη (ΟλΑΠ 1093/1991 ΠΧ ΜΒ 93, ΑΠ 615/1997 ΠΧ ΜΗ 145) ή ο υπεξαιρετής να είναι συγκύριος (ΑΠ 225/1972 ΠΧ ΛΒ 466).

Ως προς το στοιχείο του ξένου κινητού αντικειμένου, το οποίο βρίσκεται στην κατοχή του δράστη, θα πρέπει να αναφερθεί ότι κατοχή είναι η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη κατά τη βούλησή του, με την έννοια της κατοχής να διαφέρει από αυτήν του ΑΚ (ΟλΑΠ 1093/1991 ΠΧ ΜΒ 39, ΑΠ 1967/2006 ΠΧ ΝΖ 821). Στη δε κατοχή του δράστη το κινητό μπορεί να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με σύμβαση, από φυσικές δυνάμεις ή τυχαία περιστατικά, αλλά και με εύρεση, ήτοι κατά την περίπτωση όπου ο δράστης βρίσκει τυχαία το ξένο πράγμα και το ιδιοποιείται (ΑΠ 96/2017, δημοσίευση ΤΝΠ ΔΣΑ).

    Ωστόσο, θα πρέπει να τονισθεί ότι η κατοχή δε θα πρέπει να έχει αποκτηθεί με προηγούμενη παράνομη πράξη, όπως με κλοπή, εκβίαση, ληστεία ή απάτη, διότι κατά την περίπτωση αυτή θα έχει συντελεστεί η ιδιοποίηση με την πρώτη πράξη, καθότι, κατά την κρατούσα άποψη, η ιδιοποίηση που επακολουθεί πληροί μεν την αντικειμενική υπόσταση της υπεξαιρέσεως, αλλά αποτελεί μη τιμωρητή ύστερη πράξη (« λύση της συρροής»), εφόσον δεν επιτείνει την αρχικώς προξενηθείσα βλάβη ή δεν προξενεί νέα. Αν δε η ύστερη υπεξαίρεση προκαλεί πρόσθετη βλάβη στο έννομο αγαθό ή βλάψει άλλο υλικό αντικείμενο, τότε δεν θεωρείται μη τιμωρητή ύστερη πράξη και τιμωρείται αυτοτελώς.

    Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη με την οποία εξωτερικεύεται η πρόθεση του δράστη να ενσωματώσει το ξένο πράγμα στην περιουσία του, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου δικαιώματος που του παρέχει ο νόμος (ΑΠ 464/20017, ΑΠ 1169/2017, ΑΠ 931/2014, δημοσίευση ΤΝΠ ΔΣΑ). Παράνομη δε ιδιοποίηση υφίσταται, όταν γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης κατακρατεί το πράγμα και το ιδιοποιείται χωρίς δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το νόμο ή δικαιοπραξία που να παρέχει στο δράστη δικαιολογητική αιτία ιδιοποίησης (ΑΠ 1169/2017, 61/2012, δημοσίευση ΤΝΠ ΔΣΑ).

    Θα πρέπει δε να γίνει μνεία στην επιβαρυντική περίσταση που αποτελεί ο χαρακτηρισμός του αντικειμένου ως «ιδιαίτερα μεγάλης αξίας», με το νομοθέτη να μην θέτει ένα συγκεκριμένο μέγεθος αξίας, αλλά η εκτίμηση να γίνεται με βάση τις συνθήκες της αγοράς, σύμφωνα με τις οποίες διαμορφώνεται κάθε φορά η αντικειμενική αξία των πραγμάτων, από τη συναλλακτική σύγκριση των οποίων συνάγεται περαιτέρω η ουσιαστική κρίση, αν δηλαδή η αξία του πράγματος είναι ή όχι ιδιαίτερα μεγάλη ή ευτελής (ΑΠ 1371/2007 ΠΧ ΝΗ 413, 1685/1998 ΠΧ ΜΘ 941).

    Υποκειμενική υπόσταση της 375 ΠΚ

    Ως προς δε την υποκειμενική υπόσταση της υπεξαιρέσεως απαιτείται δόλος του δράστη, που καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του για να ενσωματώσει στην περιουσία του το ευρισκόμενο στην κατοχή του ξένο κινητό πράγμα, εξουσιάζοντας και διαθέτοντας αυτό σαν να ήταν κύριος, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο (ΑΠ 96/2017, ΑΠ 931/2014, δημοσίευση ΤΝΠ ΔΣΑ), ο οποίος μάλιστα μπορεί να εκδηλωθεί και με την κατακράτηση ή την άρνηση απόδοσης του πράγματος στον ιδιοκτήτη του (ΑΠ 1658/2011, δημοσίευση ΤΝΠ ΔΣΑ).

    Ο δόλος εν προκειμένω ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο και ότι το κατέχει, καθώς και τη θέλησή του να το ενσωματώσει στη δική του περιουσία (ΑΠ  464/2017, ΑΠ 1169/2017, δημοσίευση ΤΝΠ ΔΣΑ), ενώ αρκεί και ενδεχόμενος δόλος υπό την προϋπόθεση ότι περιλαμβάνει και τη γνώση ότι το πράγμα είναι «ξένο» (ΑΠ 1498/2013, δημοσίευση ΤΝΠ ΔΣΑ). Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε κάθε περίπτωση ο ως άνω δόλος αίρεται αν ο κατηγορούμενος ενεργήσει ασκώντας νομίμως δικαίωμά του, όπως κατά τις περιπτώσεις συμψηφισμού ή επισχέσεως, υπό τον όρο ότι δεν προβαίνει στην άσκησή του καταχρηστικά.

    Η βεβαρυμένη μορφή πλημμεληματικής υπεξαιρέσεως του α.375 §1 εδ. β’ ΠΚ – Απλά διακεκριμένη υπεξαίρεση

    Όπως ορίζεται στο τελευταίο εδάφιο της §1 του α.375 ΠΚ «Αν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή.». Εδώ υπάγονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει “εμπίστευση” του πράγματος, η οποία συνίσταται στην παράδοση της κατοχής του πράγματος σε τρίτο πρόσωπο και η οποία βασίζεται σε υποκειμενική ή από το νόμο θεσμοθετημένη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του αποκτώντος προκειμένου να το διαφυλάξει ή να χρησιμοποιηθεί κατά ορισμένο τρόπο ή να μεταβιβασθεί προς το συμφέρον του κυρίου (ΑΠ 1275/2006 ΠΧ ΝΖ 515), παρέχοντας στον κύριο την προσδοκία ότι η κατοχή θα ασκηθεί για λογαριασμό του και ότι το πράγμα θα του επιστραφεί.

    Για τη θεμελίωση της επιβαρυντικής αυτής περίστασης θα πρέπει η “εμπίστευση” να είναι προϊόν ανάγκης ή να έχει γίνει λόγω της ιδιότητος του δράστη ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας.

    Απειλούμενες ποινές

    Το βασικό έγκλημα της § 1 του α. 375 ΠΚ τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη, ενώ αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, όχι, όμως, άνω των 120.000 ευρώ, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Αν δε πρόκειται για αντικείμενο, το οποίο έχουν εμπιστευτεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του, ο δράστης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή.

    Ο Δικηγόρος Ποινικολόγος Γιάννης Μπαρκαγιάννης, διαθέτει τόσο την πείρα όσο και την γνώση των νόμων για σχετικές υποθέσεις Υπεξαίρεσης.

    Η κακουργηματική υπεξαίρεση της §2 και §3 του Άρθρου 375 ΠΚ

    Στο νέο Ποινικό Κώδικα τυποποιούνται δύο μορφές κακουργηματικής υπεξαίρεσης : α) αυτής που η αξία του αντικειμένου υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή και β) αυτής που η υπεξαίρεση στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η αξία του αντικειμένου της υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ για την οποία επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες (1.000) ημερήσιες μονάδες. Σημειωτέον ότι για την πλήρωση της ειδικής υπόστασης της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται να υπάρχουν όλα τα στοιχεία της απλής υπεξαιρέσεως και επιπλέον μια εκ των επιβαρυντικών ανωτέρων περιστάσεων.

    Ι. Υπεξαίρεση όπου η συνολική αξία των υπεξαιρεθέντων υπερβαίνει το ποσό των 120.000 Ευρώ κατ’ α. 375 §2 ΠΚ – Ιδιαίτερα διακεκριμένη παραλλαγή

    Η έννοια της «συνολικής αξίας» του αντικειμένου της υπεξαίρεσης αναλύεται στο άρθρο 98 § 2 ΠΚ και έχει σχέση με το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, καθώς για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πράξης λαμβάνεται υπόψιν η συνολική αξία των επί μέρους μερικότερων πράξεων, μόνο αν ο δράστης απέβλεπε με τις μικρότερες πράξεις στο συνολικό αποτέλεσμα (ΑΠ 1280/2005 ΠΧ ΝΣΤ 232).

    ΙΙ. Υπεξαίρεση κατά του Δημοσίου της §3 του Άρθρου 375 ΠΚ

    Αν η υπεξαίρεση στρέφεται άμεσα κατά του Δημοσίου, ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ  και η αξία του αντικειμένου της υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 Ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή έως 1.000 ημερήσιες μονάδες. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι η πράξη αυτή παραγράφεται μετά από 20 έτη.

      Υπεξαίρεση μικρής αξίας κατ’ α. 377 ΠΚ          

     Τέλος, κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο α. 377 ΠΚ, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι μικρής αξίας, επιβάλλεται χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας στο δράστη, ενώ, αν η ανωτέρω πράξη τελέστηκε από ανάγκη για άμεση χρήση ή ανάλωση του αντικειμένου της υπεξαίρεσης, το Δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη. Σημειωτέον δε ότι κρίσιμο για τη διαπίστωση περί του αν το πράγμα θεωρείται ευτελούς αξίας είναι τόσο η οικονομική του αξία κατά τις συναλλαγές κατά το χρόνο της πράξης, όσο και τα εμπλεκόμενα πρόσωπα του δράστη και του παθόντος.

      Σχετικά Άρθρα

      Καλέστε μας