fbpx

Βία κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων (α. 167 ΠΚ)

Στο 5ο κεφάλαιο του ποινικού κώδικα τυποποιούνται οι προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, μεταξύ των οποίων στο άρθρο 167 η βία κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων (αντίσταση). Τα αδικήματα του εν λόγω κεφαλαίου αποσκοπούν στην προστασία υπερατομικών αγαθών και συγκεκριμένα στην προστασία της ελληνικής πολιτειακής εξουσίας.

Η αντίσταση τυποποιείται ως εξής : «1. Όποιος με βία ή απειλή βίας επιχειρεί να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να ενεργήσει πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή να παραλείψει νόμιμη πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί εναντίον του ή κατά προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να τον υποστηρίξει κατά τη διάρκεια της νόμιμης ενέργειάς του (αντίσταση), τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.

  1. Αν η πράξη στράφηκε κατά δικαστικού λειτουργού, διαιτητή ή ενόρκου, ή έγινε από περισσοτέρους, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή.
  2. Αν το πρόσωπο κατά του οποίου στράφηκε η πράξη διέτρεξε σοβαρό προσωπικό κίνδυνο ή η πράξη έγινε από πρόσωπο που οπλοφορεί ή φέρει αντικείμενα με τα οποία μπορεί να προκληθεί σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.»

Πρόκειται για ειδική περίπτωση παράνομης βίας, κοινό, υπαλλακτικώς μικτό και τυπικό αδίκημα το οποίο περατώνεται με την άσκηση βίας ή εκφορά απειλής ή βιαιοπραγίας, χωρίς να απαιτείται η επέλευση του αποτελέσματος.

Αναφορικά με την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος :

Δράστης δύναται να είναι οποιοσδήποτε πολίτης, ακόμη και υπάλληλος, ο οποίος στρέφεται κατά άλλου υπαλλήλου. Εξ αυτής της έλλειψης συγκεκριμένης ιδιότητας στο πρόσωπο του δράστη, πρόκειται για κοινό αδίκημα.

Ως αντικείμενο – θύμα του αδικήματος δύναται να είναι :

  • Αρχή : κάθε όργανο που ασκεί κρατική εξουσία και υφίσταται νόμιμη σύστασή του. Είναι δηλαδή, επιφορτισμένο με την υποχρέωση διενέργειας πράξεων, για τις οποίες διαθέτει νόμιμη εξουσιοδότηση. Το φυσικό πρόσωπο που ασκεί την εξουσία είναι αδιάφορο, όποτε τυχόν μεταβολή ή αποχώρησή του δεν επηρεάζει.
  • Υπάλληλος : σύμφωνα με όσα ορίζονται στο α. 13 στ. α’ ΠΚ θεωρείται εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, χωρίς να είναι απαραίτητα δημόσιος υπάλληλος.
  • Πρόσωπο που έχει προσληφθεί : πρόκειται είτε για υπάλληλο είτε για ιδιώτη, τον οποίο έχουν προσλάβει νόμιμα (πχ 256 ΚΠΔ), διαφορετικά δεν τυγχάνει εφαρμογής το α. 167 ΠΚ.
  • Υπάλληλος που έχει προστρέξει για βοήθεια : ως αναφέρθηκε και ανωτέρω υπό την έννοια του α. 13 στ. α’ ΠΚ.. Ο υπάλληλος είτε καλείται είτε αυτοβούλως εκ των υστέρων συνδράμει προς επίρρωση του έτερου υπαλλήλου – αποδέκτη της επίθεσης.

Απαραίτητη προϋπόθεση ο δράστης να γνώριζε την ιδιότητα του υπαλλήλου.

Τρόπος τέλεσης του αδικήματος :

  • Χρήση βίας προκειμένου να εξαναγκαστεί το θύμα σε πράξη που ανάγεται των καθηκόντων του ή παράλειψη νόμιμης πράξης : η βία μπορεί να είναι τόσο σωματική όσο και ψυχολογική. Ως σωματική βία προσδιορίζεται στο ά. 13 στ. δ’ ΠΚ και η περιέλευση του θύματος σε κατάσταση ανικανότητας ή αναισθησίας με υπνωτικά ή ναρκωτικά ή άλλα μέσα. Η συμπεριφορά του δράστη πρέπει να είναι καθόλα ενεργητική, διότι παθητική αντίσταση δεν νοείται, αφού αυτή τυποποιείται αυτοτελώς ως αδίκημα στο αδίκημα της απείθειας (α. 169 ΠΚ)
  • Απειλή βίας προκειμένου να εξαναγκαστεί το θύμα σε πράξη που ανάγεται των καθηκόντων του ή παράλειψη νόμιμης πράξης : εκδηλώνεται με λόγια ή παραστατικές κινήσεις, από τα οποία μπορεί να συναχθεί η πεποίθηση για επικείμενη χρήση βίας, καθώς και ψυχολογική βία.
  • Βιαιοπραγία εις βάρος υπαλλήλου ή προσώπου που έχει προσληφθεί ή υπαλλήλου που έχει προστρέξει προς επίρρωση του έτερου υπαλλήλου, κατά τη διάρκεια νόμιμης ενέργειας : πρόκειται για εννοιολογικά ευρύτερη πράξη από την σωματική βία, ήτοι για οποιαδήποτε κακοποίηση του σώματος, χωρίς απαραίτητα να επέλθει το αποτέλεσμα της σωματικής κάκωσης ή βλάβης. Δεν δύναται να στρέφεται κατά αντικειμένου ή τρίτου, μόνο κατά υπαλλήλου. Επίσης, πρέπει να εκδηλώνεται ταυτόχρονα με τη νόμιμη ενέργεια στην οποία προβαίνει ο υπάλληλος.

Η βία και η βιαιοπραγία ομοιάζουν μεταξύ τους, ωστόσο δεν θα πρέπει να συγχέονται, διότι η βία αποτελεί μέσο επίτευξης σκοπού, ενώ η βιαιοπραγία είναι είδος βίας.

Για την στοιχειοθέτηση του ανωτέρω αδικήματος απαιτείται η ενέργεια να είναι νόμιμη, να εμπίπτει δηλαδή στις αρμοδιότητες της αρχής ή του υπαλλήλου και να υπάρχει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα, η οποία κρίνεται κατά περίπτωση.

Όσον αφορά την υποκειμενική υπόσταση απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού, ενώ δεν δύναται να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα σε περίπτωση αμέλειας. Ο δράστης απαιτείται να γνωρίζει την ιδιότητα του προσώπου, ότι τελεί ή οφείλει να προβεί στην τέλεση νόμιμης πράξης, ωστόσο ηθελημένα προβαίνει σε χρήση ή απειλή βίας ή βιαιοπραγία εναντίον του.

Επιβαρυντική περίσταση (α. 167 παρ. 2 ΠΚ) αποτελεί η περίπτωση που το αδίκημα στρέφεται κατά δικαστικού λειτουργού ή διαιτητή ή ενόρκου ή πραγματώθηκε από περισσότερα του ενός άτομα. Καθώς, επίσης και στην περίπτωση (α. 167 παρ. 3 ΠΚ) που το θύμα διέτρεξε σοβαρό προσωπικό κίνδυνο ή ο δράσης οπλοφορεί ή φέρει αντικείμενα που είναι δυνατόν να προκαλέσουν σωματική βλάβη.

Η περίπτωση της παρ. 3, πρόκειται για διακεκριμένη μορφή αντίστασης. Ως «σοβαρός προσωπικός κίνδυνος» του θύματος νοείται η κατάσταση κατά την οποία διατρέχει κίνδυνο υγείας ή ζωής και πρόκειται για έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Για την τέλεσή του απαιτείται δόλος, όποτε δεν δύναται να εμπίπτει στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα και άρα να καλύπτεται με αμέλεια. Εν αντιθέσει, στην περίπτωση  οπλοφορίας ή αντικειμένων που είναι δυνατόν να προκαλέσουν σωματική βλάβη, πρόκειται για αφηρημένης διακινδύνευσης αδίκημα, το οποίο για την τέλεσή του αρκεί ο δράστης να φέρει μαζί του τα εν λόγω αντικείμενα, χωρίς απαραίτητη χρήση αυτών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

https://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_DISPLAY.asp?cd=OQMQB3X07M53TM0B3ZBD4GEOR7HXVG&apof=808_2010&info=%D0%CF%C9%CD%C9%CA%C5%D3%20-%20%20%D3%D4

Ο Νέος Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν 4619/2019, Τόμος Πρώτος (Άρθρα 1-234), σελ. 1161-1172, Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης, Καθηγητής ΔΠΘ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020

Συνοπτική ερμηνεία Ποινικού Κώδικα – Μετά τις αλλαγές του Ν. 5090/2024, Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης, Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ, Νομική Βιβλιοθήκη, 3η έκδοση, 2024

Σχετικά Άρθρα

Καλέστε μας