ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ
Όπως ορίζει η διάταξη 169 Α παρ. 1 ΠΚ: «Όποιος δε συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή ή διάταξη δικαστικής ή εισαγγελικής απόφασης σχετική με τη ρύθμιση της νομής ή της κατοχής, την άσκηση της γονικής μέριμνας, την επικοινωνία με το τέκνο και τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης και της κατανομής των κινητών μεταξύ συζύγων, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή…». Σε αντίθεση με προγενέστερες ρυθμίσεις, η παρούσα διάταξη του νέου ΠΚ ρυθμίζει ενιαία το έγκλημα της μη συμμόρφωσης τόσο σε δικαστικές αποφάσεις όσο και σε δικαστικές διαταγές. Σκοπός του νομοθέτη με την ως άνω ρύθμιση, είναι να κατοχυρώνονται οι αποφάσεις της δικαιοσύνης έτσι ώστε να ικανοποιείται το αίσθημα περί δικαίου, τόσο της πολιτείας όσο και τους παθόντος (ΑΠ/ 766/14 ΤΝΠ ΔΣΑ). Ουσιαστικά, η μη συμμόρφωση με τις επιταγές δικαστικής απόφασης αποτελεί ένα είδος απείθειας σε διαταγή δικαστηρίου-δικαστή.
Η νέα ρύθμιση περιορίζει το έδαφος εφαρμογής του ποινικού αξιόποινου μόνο στις προαναφερθείσες, περιοριστικά αναφερόμενες (numerus clasus) ειδικές περιπτώσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπαγωγής στην 169 Α ΠΚ συνιστά η προσωρινή διαταγή του ειρηνοδίκη που απαγορεύει πράξεις νομής (ΑΠ 1267/17 ΤΝΠ ΔΣΑ). Δεν υπάγεται πλέον σε ποινική κύρωση κάθε δικαστική διαταγή και απόφαση με την οποία ο διάδικος υποχρεώθηκε σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του, αλλ’ σε αυτές τις περιπτώσεις ο θιγόμενος πρέπει να ικανοποιηθεί αποκλειστικά με την έμμεση εκτέλεση των άρθρ. 946 και 947 ΚΠολΔ. Έτσι, δεν είναι πλέον ποινικά κολάσιμες περιπτώσεις που δεν αναφέρονται στον περιορισμένο κύκλο προστασίας του άρθρου αυτού.
Αναφορικά προς τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του εγκλήματος, το παρόν αδίκημα είναι γνήσιο, ιδιαίτερο, δια παραλείψεως τελούμενο και αυτουργός μπορεί να είναι μόνο ο διάδικος της δίκης που η απόφαση τον επιτάσσει σε πράξη ή παράλειψη. Επιπλέον, δε νοείται απόπειρα αλλά τιμωρείται μόνο η τετελεσμένη πράξη («δε συμμορφώθηκε»), καθότι πρόκειται για έγκλημα γνήσιας παράλειψης.
Δράστης μπορεί να είναι μόνο εκείνος κατά του οποίου η απόφαση δεν εκτελείται. Η προσωρινή διαταγή εκτελείται αμέσως, χωρίς να απαιτείται απόγραφο ή κοινοποίηση αντιγράφου στον καθ’ ου η εκτέλεση ή προηγούμενη επίδοση επιταγής ή πάροδο οποιασδήποτε προθεσμίας (ΑΠ 42/10 ΠοινΔ 2010.1069) ενώ για την εκτέλεση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, που ρυθμίζει τα σχετικά με την επικοινωνία του γονέα στον οποίο δεν ανήκει η γονική μέριμνα ή η επιμέλεια, με το ανήλικο, κοινό των διάδικων, τέκνο απαιτείται η προηγούμενη επίδοση επιταγής και πάροδος 24 ωρών από την επίδοσή της αλλιώς δεν τελείται το παρόν αδίκημα (ΑΠ 2060/10 ΤΝΠ ΔΣΑ).
Τέλος, αναφορικά προς το δόλο του δράστη, αυτός συνίσταται στη γνώση και στη θέληση παραβίαση της διάταξης της απόφασης ή διαταγής (ΑΠ 311,766/14, 379/12 ΤΝΠ ΔΣΑ).
Βιβλιογραφία
Μαργαρίτης, Μ. Μαργαρίτη Α. 2020. ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ: Ερμηνεία-Εφαρμογή. Αθήνα: Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. 4η έκδοση. σελ. 463 κ. επ.