fbpx

Έφεση αναίρεση ποινικών αποφάσεων

 Έφεση κατά ποινικής απόφασης

Έφεση και Ανάθεση κατά Ποινικών Αποφάσεων. Εκείνος που καταδικάστηκε έχει καταρχήν δικαίωμα μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης ασκήσει έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης.

Αποφάσεις κατά των οποίων επιτρέπεται η έφεση

Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο α. 486 ΚΠΔ : «Έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του μονομελούς και του τριμελούς πλημμελειοδικείου και του εφετείου για πλημμέλημα (άρθρο 111 αριθ. 6) μπορούν να ασκήσουν: α) ο κατηγορούμενος, μόνο αν αθωώθηκε για έμπρακτη μετάνοια ή με αιτιολογία που, χωρίς να είναι αναγκαίο, θίγει την υπόληψή του, β) ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κατά των αποφάσεων των πλημμελειοδικείων (τριμελών και μονομελών) και του δικαστηρίου των ανηλίκων όπου ασκεί τα καθήκοντά του, και ο εισαγγελέας εφετών κατά των αποφάσεων του εφετείου όπου ασκεί τα καθήκοντά του (άρθρο 111 αριθ. 6) καθώς και κατά των αποφάσεων των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και των πλημμελειοδικείων που υπάγονται γενικά στην περιφέρειά του.

  1. Έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του μικτού ορκωτού δικαστηρίου της περιφέρειας όπου ασκεί τα καθήκοντά του και του τριμελούς εφετείου για κακουργήματα μπορεί να ασκήσει ο εισαγγελέας εφετών, εφόσον η απόφαση δεν είναι ομόφωνη και το μέλος ή τα μέλη που μειοψήφησαν είχαν την γνώμη ότι ο κατηγορούμενος έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος για πράξη που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος.

Ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του μονομελούς εφετείου.

  1. Ο κατηγορούμενος μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης η οποία τον κηρύσσει αθώο λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής κατά το άρθρο 34 του ΠΚ και επιβάλλει σε αυτόν μέτρο θεραπείας, σύμφωνα με το άρθρο 69A του ΠΚ. Εκείνος στον οποίο έχει επιβληθεί το μέτρο θεραπείας μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που διατάσσει την παράταση του μέτρου, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 70 του ΠΚ.».

Παραιτέρω, κατά το άρθρο 489 ΚΠΔ, κατά καταδικαστικών αποφάσεων δικαίωμα άσκησης εφέσεως έχει : «Εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση: α) κατά της απόφασης του μονομελούς πλημμελειοδικείου, αν με αυτήν καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε φυλάκιση πάνω από δύο μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας πάνω από διακόσιες σαράντα ώρες ή αν καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από δύο (2) μήνες, β) κατά της απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου και της απόφασης του εφετείου για πλημμελήματα (άρθρα 111 παρ. 6), αν με αυτή καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας ή συμμέτοχος ή δράστης συναφούς πλημμελήματος, σε ποινή φυλάκισης πάνω από τέσσερις (4) μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας πάνω από τετρακόσιες ογδόντα (480) ώρες ή σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από τέσσερις (4) μήνες, γ) κατά της απόφασης του μονομελούς και τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων με την οποία καταδικάστηκε ο ανήλικος σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων ή επιβλήθηκαν σε αυτόν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, δ) (καταργείται), ε) κατά της απόφασης του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, του μονομελούς εφετείου και του τριμελούς εφετείου με την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον δύο (2) ετών για κακούργημα ή τουλάχιστον ενός (1) έτους για πλημμέλημα.».

Ποινικό Δίκαιο

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι η προθεσμία για την άσκηση εφέσεως είναι δέκα (10) ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Μάλιστα, στις πλείονες των περιπτώσεων η έφεση ασκείται από τον καταδικασθέντα επί τόπου, αμέσως μετά δηλαδή από την έκδοση της αποφάσεως στον αρμόδιο γραμματέα, ο οποίος δίνει το έντυπο της έκθεσης άσκησης έφεσης (εφετήριο) στον κατηγορούμενο, ο οποίος εν συνεχεία το συμπληρώνει και το υπογράφει.

Η επ’ ακροατηρίω διαδικασία στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο

Η διαδικασία στο Εφετείο (δευτεροβάθμιο δικαστήριο) είναι σχεδόν όμοια με εκείνη που διεξαγάγεται στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την έφεση να έχει καθολικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, εκτός και εάν ο εγκαλών την περιόρισε σε συγκεκριμένα κεφάλαια ή με αυτήν προσβάλλει συγκεκριμένο λόγο. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να αναφερθεί ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι λόγοι της έφεσης.

Αναίρεση κατά ποινικής απόφασης – Έφεση και Ανάθεση κατά Ποινικών Αποφάσεων

Με το ένδικο μέσο της αναίρεσης δε φέρεται η υπόθεση σε κατ’ ουσίαν επανεκδίκασή της από το ανώτατο δικαστήριο, εν προκειμένω στην Ελλάδα, τον Άρειο Πάγο, καθότι αυτός δεν συνιστά τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας. Πρόκειται για ακυρωτικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου με την αίτηση αναίρεσης φέρεται προς έλεγχο η «νομική ορθότητα» της τελεσίδικης ουσιαστικής κρίσεως επί της εκάστοτε ποινικής υποθέσεως.

Αποφάσεις κατά των οποίων επιτρέπεται αναίρεση

Όπως ορίζεται στο α. 504 ΚΠΔ «1. Όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 368).

  1. Αναίρεση επιτρέπεται επίσης κατά της απόφασης που κήρυξε το δικαστήριο υλικά αναρμόδιο και που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση.
  2. Στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 495 επιτρέπεται αναίρεση κατά του μέρους της απόφασης που αφορά την απόδοση ή δήμευση, εφόσον η απόφαση, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση.», ενώ κατ’ α. 507 ΚΠΔ κατά αθωωτικών αποφάσεων αναίρεση μπορεί να ζητήσει είτε ο κατηγορούμενος, αν αθωώθηκε λόγω έμπρακτης μετάνοιας για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1, είτε ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών ή Εφετών, αν η αθώωση οφείλεται σε εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης.

Σημειωτέων ότι η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον κατηγορούμενο είναι είκοσι (20) ημέρες, η οποία εκκινεί από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, ενώ για μεν τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι ενός (1) μηνός, για δε τους λοιπούς εισαγγελείς είκοσι (20) ημερών, από την καταχώριση αυτής.

Αναιρετικός έλεγχος

Ως προς τον αναιρετικό έλεγχο θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να αναφερθεί ότι αναίρεση κατά αποφάσεως θα πρέπει να ζητηθεί μόνο για συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι αναφέρονται περιοριστικώς στο άρθρο 510 του ΚΠΔ και οι οποίοι σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο είναι οι εξής: «Ως λόγοι για να αναιρεθεί η απόφαση μπορεί να προταθούν μόνο: Α) η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171), Β) η σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και δεν καλύφθηκε, καθώς και η κατά το άρθρο 172 παρ. 2 έλλειψη ακρόασης, Γ) η παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, Δ) η έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, Ε) η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ΣΤ) η παραβίαση του δεδικασμένου και της εκκρεμοδικίας, Ζ) η καθ’ ύλη αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που δίκασε, Η) η παράνομη απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης (άρθρο 476) ή ως ανυποστήρικτης (άρθρο 501 παρ. 1), Θ) η υπέρβαση εξουσίας. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδίως όταν: α) το δικαστήριο αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του, β) έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, γ) καταδίκασε για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη αίτηση ή έγκληση (άρθρα 41 και 53) ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης (άρθρο 56) ή για το οποίο δεν έχει ρητά επιτραπεί η έκδοση (άρθρο 438)».

Ειδικότερα, αν η αίτηση περί της αναιρέσεως κριθεί παραδεκτή, ήτοι νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθείσα κατά τα οριζόμενα στο νόμο, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, ασχέτως εάν αυτοί προτάθηκαν, τους λόγους αναίρεσης που αφορούν στην απόλυτη ακυρότητα επί ακροατηρίω, στην παράβαση διατάξεων που αφορούν στη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, στην έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, στην εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, παραβίασης του δεδικασμένου, της παράνομης απόρριψης της εφέσεως ως απαράδεκτης ή ως ανυποστήρικτης και την υπέρβαση εξουσίας. Συνάμα αυτεπαγγέλτως ο Άρειος Πάγος λαμβάνει υπόψιν το δεδικασμένο  και την εκκρεμοδικία, ενώ εφόσον κριθεί προηγουμένως παραδεκτή και βάσιμη η αναίρεση και εμφανιστεί εκείνος που την άσκησε και την παραγραφή που τυχόν επήλθε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Σε κάθε δε περίπτωση δεν επιτρέπεται η χειροτέρευση της θέσης ως κατηγορουμένου, όπως ρητώς ορίζεται στο άρθρο 511 εδ. β’ ΚΠΔ.

Πώς αποφασίζει ο Άρειος Πάγος;

Αν κριθεί ότι η αίτηση είναι νομικά και ουσιαστικά βάσιμη, με την απόφαση να καταστεί αναιρετική, ο Άρειος Πάγος αποφασίζει ως εξής:

  1. i. Αν η αναίρεση αφορά σε απόλυτη ακυρότητα του ακροατηρίου, σε μη ληφθείσα σχετική ακυρότητα του ακροατηρίου ή για έλλειψη ακροάσεως, σε παράβαση της δημοσιότητας στο ακροατήριο και για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας: Αν η αναίρεση γίνει δεκτή για έναν εκ των ως άνω λόγων ο Άρειος Πάγος ακυρώνει (αναιρεί) την απόφαση και παραπέμπει την υπόθεση σε νέα συζήτηση σε ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο, διαφορετικό από εκείνο του οποίου η απόφαση προσβλήθηκε με αναίρεση.
  2. ii. Αν η αναίρεση αφορά σε υπέρβαση εξουσίας, η υπόθεση παραπέμπεται για νέα συζήτηση

iii. Αν γίνει δεκτή η αναίρεση που οφείλεται σε εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είτε κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο αν δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, ενώ εάν η αναίρεση αφορά σε έλλειψη κάποιου όρου του αξιοποίνου χαρακτήρα της πράξης στην αναιρεθείσα απόφαση, τότε ο Άρειος Πάγος παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση.

  1. iv. Αν γίνει δεκτή αναίρεση περί αναρμοδιότητος, τότε ο Άρειος Πάγος αποφασίζει ταυτόχρονα και την παραπομπή του στο αρμόδιο Δικαστήριο.
  2. v. Αν η αναίρεση γίνει δεκτή λόγω παραβίασης του υπαρκτού δεδικασμένου ή της εκκρεμοδικίας, ο Άρειος Πάγος ακυρώνει την απόφαση και κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη.

Βιβλιογραφία

Ανδρουλάκης, Ν. 2012. ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ. Αθήνα: Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. 4η έκδοση. σελ. 469 κ.επ.

Παπαδαμάκης, Α. 2019. ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ. 9η έκδοση. σελ. 589 κ.επ.

    Σχετικά Άρθρα

    Καλέστε μας