fbpx

Ο θεσμός της αναστολής ποινής έχει ιδιαίτερη σημασία για τον κατηγορούμενο, καθώς, η χορήγησή της εξασφαλίζει από τη μια το ατομικό δικαίωμά του στην ελευθερία, υπό όρους, και από την άλλη είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί ότι έχει καλύτερα αποτελέσματα για εκείνον, από ότι η έκτιση της ποινής του σε κάποιο Κατάστημα Κράτησης. Στη δικαστηριακή πρακτική, συναντάμε συνεχώς την αναστολή ποινής όπως αυτή τυποποιείται στα άρθρα 99 επ. Π.Κ. και την αναστολή, όπως ορίζεται στο άρθρο 497 Κ.Π.Δ.

Υποθέσεις με δεκτές αιτήσεις Αναστολής Ποινής του Δικηγορικού μας Γραφείου

Στα άρθρα 99 επ Π.Κ., ρυθμίζεται η αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρο, με τις τροποποιήσεις που εισήχθησαν με το Ν.4855/2021

Στον καταδικασθέντα λοιπόν, δε θα πρέπει να συντρέχουν οι κάτωθι αρνητικές προϋποθέσεις, προκειμένου να δικαιολογηθεί η χορήγηση της εν λόγω αναστολής: α)Να έχει καταδικασθεί προηγουμένως αμετάκλητα σε στερητική της ελευθερίας ποινή άνω των τριών (3) ετών, η οποία αμετάκλητη καταδίκη, σύμφωνα με το Ν.4855/2021, πρέπει να έχει χωρήσει με μια ή περισσότερες αποφάσεις, που οι ποινές τους δεν υπερβαίνουν συνολικά το όριο των τριών (3) ετών. β) Η επιβληθείσα ποινή να υπερβαίνει τη φυλάκιση των τριών (3) ετών. Ορίζεται στο άρθρο 99 Π.Κ., ότι η αναστολή χορηγείται κατ’ αρχήν σε όλους όσους καταδικάζονται σε ποινή στερητική της ελευθερίας που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη, με εξαίρεση κάποιες περιπτώσεις, όπου το δικαστήριο, κατόπιν ειδικής αιτιολογίας, μπορεί να χορηγήσει την αναστολή και εφόσον οι προηγούμενες καταδίκες δεν υπερβαίνουν συνολικά τα πέντε (5) έτη φυλάκισης, εκτός αν συντρέχει η εξαίρεση της απόλυτης αναγκαιότητας εκτέλεσης της ποινής.

Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, το δικαστήριο κατά κανόνα χορηγεί την αναστολή εκτέλεσης της ποινής, εκτός εάν κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της απόφασης στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, οπότε και μετατρέπει την ποινή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, κατ’ άρθρο 104Α Π.Κ. (μη εφαρμοζόμενο μέτρο μέχρι και σήμερα, λόγω αναστολής με σχετική διάταξη). Αν όμως ο καταδικασθείς δεν πληροί τις προϋποθέσεις του ως άνω άρθρου, τότε το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την εκτέλεση μέρους ή ολόκληρης της ποινής, ακόμα και σε πολύ μικρές ποινές, αν το κρίνει απαραίτητο. Αυτό δικαιολογείται από το ότι αν ο καταδικασθείς έχει καταδικαστεί πολλές φορές για την ίδια ή για ομοειδή άδικη πράξη, είναι πολύ πιθανόν να παρουσιάζει αυξημένη παραβατικότητα ή επικινδυνότητα.

Δεκτές αιτήσεις αναστολής κατ’ ‘αρθρο 497.4 Κ.Π.Δ

Ο χρόνος της αναστολής ποινής μπορεί να οριστεί από ένα (1) έως τρία (3) έτη. Σημειωτέον ότι δε μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής και αρχίζει από τότε που η σχετική απόφαση καθίσταται εκτελεστή.

Σε περίπτωση που ο καταδικασθείς παραβιάζει τους επιβληθέντες εις αυτόν όρους, τότε ο εισαγγελέας εκτελέσεων ποινών, αφού εκτιμήσει τη συχνότητα και τη σοβαρότητα της παραβίασης των υποχρεώσεων από τον καταδικασθέντα, καθώς και το βαθμό της υπαιτιότητάς του, μπορεί να προβεί κατά την κρίση του σε έγγραφη προειδοποίηση του ως άνω ή να εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής, προκειμένου το τελευταίο να αποφασίσει είτε την τροποποίηση των επιβληθέντων όρων, είτε να επιβάλει πρόσθετους, είτε να διατάξει τη μετατροπή της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας είτε να διατάξει την έκτιση μέρους της ποινής ή ολόκληρης. Περισσότερα επικοινωνήστε μαζί μας και ο δικηγόρος ποινικολόγος Γιάννης Μπαρκαγιάννης είναι δίπλα σας.

Άξια μνείας είναι και η διάταξη του άρθρου 100 Π.Κ.

Τοποθετείται επί της αναστολής εκτέλεσης μέρους της επιβληθείσης ποινής, κατά το σκεπτικό που αναπτύχθηκε ανωτέρω, ενώ μάλιστα συνιστά ευμενέστερη διάταξη από την προϊσχύσασα (ήτοι πριν την έναρξη ισχύος του Ν.4855/2021) και συνεπώς είναι εφαρμοστέα και για τα αδικήματα που διαπράχθηκαν πριν τις 12-11-2021.

Το δικαστήριο λοιπόν, μπορεί να αποφανθεί περί της έκτισης μέρους της επιβληθείσης ποινής από τον καταδικασθέντα, αν αυτό κριθεί αναγκαίο προκειμένου να μην επιδοθεί ξανά σε άδικες πράξεις. Έτσι, ο καταδικασθείς θα εκτίσει μέρος της ποινής του και το υπόλοιπο αναστέλλεται, και εκκινεί ο χρόνος της δοκιμασίας για αυτό, αφού εκτιθεί το μέρος που δεν ανεστάλη. Το χρονικό διάστημα πραγματικής έκτισης δε μπορεί να είναι κατώτερο των δέκα (10) ημερών ούτε ανώτερο των τριών (3) μηνών.

Αναφορικά τώρα με την αναστολή που τυποποιείται στο άρθρο 497 Κ.Π.Δ., πρέπει να επισημανθεί ότι βρίσκει εφαρμογή σε περίπτωση άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης εναντίον αποφάσεως, και μόνο αν η τελευταία έχει ασκηθεί παραδεκτά. Σημειωτέον ότι η προθεσμία που τίθεται εκ του νόμου για την άσκηση του εν λόγω ενδίκου μέσου, δεν αναστέλλει από μόνη της την εκτέλεση της πρωτοβάθμιας απόφασης. Επομένως, ακόμα και μια εκκλητή απόφαση, εκτελείται κανονικά έως ότου κριθεί παραδεκτή η άσκηση της έφεσης.

Οι βασικές συνέπειες του ανασταλτικού αποτελέσματος είναι οι εξής: α)Η έφεση που ασκήθηκε παραδεκτά αναστέλλει σε κάθε περίπτωση αυτοδικαίως την εκτέλεση των πρωτοβάθμιων αποφάσεων που έχουν επισύρει ποινή φυλάκισης έως τρία (3) έτη.  β) Αν η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης ξεπερνά τα τρία (3) έτη, η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει διαφορετικά. Κι εδώ ο κανόνας είναι η χορήγηση της αναστολής, και σε αντίθετη περίπτωση το δικαστήριο θα πρέπει να αιτιολογήσει ειδικά την απόφασή του. γ) Εάν ο καταδικασθείς χρεώθηκε με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης ή με περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, η χορήγηση ή μη ανασταλτικού αποτελέσματος εναπόκειται στην κρίση του δικαστηρίου που δίκασε, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν δήλωσης του κατηγορουμένου.

Δεκτή αίτηση αναστολής κατ’ άρθρο 497.7 Κ.Π.Δ

Πέραν των ως άνω, το δικαστήριο μπορεί να εξαρτήσει τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση -αναφερόμαστε στις περιπτώσεις της φυλάκισης άνω των τριών (3) ετών και της κάθειρξης- από την επιβολή περιοριστικών όρων, ακόμα και εγγυοδοσία.

Σε περίπτωση που το δικαστήριο αποφανθεί περί της μη χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος, ο κατηγορούμενος οδηγείται σε Κατάστημα Κράτησης. Έχει όμως τη δυνατότητα και σε μεταγενέστερο χρόνο να υποβάλει σχετικό αίτημα, ακόμα και σε περίπτωση που του έχει επιβληθεί η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Αρμόδιο δικαστήριο τότε θα είναι το δευτεροβάθμιο.

Όπως ισχύει και στην αναστολή εκτέλεσης ποινής, έτσι και στην εν λόγω περιγραφόμενη αναστολή ο κανόνας είναι η χορήγησή της, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στο άρθρο 497 παρ. 8 Κ.Π.Δ. Ο κανόνας αυτός κάμπτεται εφόσον κριθεί αιτιολογημένα από το δικαστήριο ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος είναι ύποπτος φυγής ή ύποπτος υποτροπής. Τα δύο αυτά κριτήρια θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά για να αποφανθεί αρνητικά το δικαστήριο ως προς τη χορήγηση της αναστολής. Πρέπει εντούτοις να σημειωθεί, ότι το δικαστήριο, σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως της επάρκειας ή μη των περιοριστικών όρων και της συνδρομής ή μη των αρνητικών προϋποθέσεων του κινδύνου φυγής ή υποτροπής χορηγεί ανασταλτικό αποτέλεσμα αν αιτιολογημένα κρίνει ότι η άμεση έκτιση ή η συνέχιση έκτισης της ποινής θα έχει ως αποτέλεσμα την ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο τον κατηγορούμενο ή για την οικογένειά του.

Συμπερασματικά

Εν κατακλείδι, αν ο κατηγορούμενος παραβεί τους επιβληθέντες όρους, το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται, κατόπιν αιτήσεως του εισαγγελέα, για την άρση ή όχι της αναστολής που του χορηγήθηκε.

Το Δικηγορικό Γραφείο Μπαρκαγιάννη Ιωάννη και Συνεργατών, αναλαμβάνει την υποβολή αιτήσεων για αναστολή ποινής και την υποστήριξη των εντολέων του κατά τη συζήτησή τους ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, με σκοπό τη χορήγησή τους σε αυτούς.

Βιβλιογραφία

Παπαδαμάκης, Α. 2019. Ποινική Δικονομία – Η δομή της ποινικής δίκης. Αθήνα-Θεσσαλονίκη : ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ. 9η έκδοση. σελ. 555 επ.

Μαργαρίτης, Μ., Μαργαρίτη, Α., 2022. Ποινικός Κώδικας Ερμηνεία- Εφαρμογή. Συμπλήρωμα με βάση τους νόμους 4777/2021, 4855/2021 και 4871/2021. Αθήνα. Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ. Σελ. 28 επ.

Σχετικά Άρθρα

Καλέστε μας